Ένα ερώτημα που τίθεται κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα κύκλωμα διαφθοράς επιπέδου εγκληματικής οργάνωσης –λόγω στελέχωσης και λειτουργίας του– είναι το γιατί ένας επιχειρηματίας υποκύπτει στους εκβιασμούς. Και αμέσως μετά αρχίζουν τα σενάρια σχετικά με το πόσα τελικά ο επιχειρηματίας βγάζει μαύρα. Λογικό. Είναι όμως έτσι; Και τι τελικά είναι αυτό που οδηγεί στη δημιουργία αυτής της σχέσης που κάποια στιγμή οδηγεί έναν επιχειρηματία να φωνάξει «δεν αντέχω άλλο» και να αρχίσει τις αποκαλύψεις;
Τα πράγματα δεν είναι απλά. Ας ξεκινήσουμε με το θεμελιώδες: για να συσταθεί ένα κύκλωμα δημοσίων υπαλλήλων –επίορκων δημοσίων υπαλλήλων– βασικό ρόλο έχουν οι νόμοι. Αυτοί οι νόμοι που αφορούν στην ίδρυση και λειτουργία μιας επιχείρησης, ειδικά στον χώρο της εστίασης. Για να ιδρυθεί και εν τέλει να λειτουργήσει μια επιχείρηση εστίασης πρέπει ο ενδιαφερόμενος να… προσλάβει έναν ειδικό. Να μαζέψει τα χαρτιά, να τρέξει να ετοιμάσει έναν φάκελο μεγαλύτερο από τις παλιές πολύτομες εγκυκλοπαίδειες.
Για να γίνει αυτό πρέπει να… λαδώσει τα γρανάζια. Όποιος το έχει τολμήσει και δεν ανήκει σε αυτό που ονομάζεται το «club των μεγάλων» του χώρου, απλά την έκατσε. Για αρχή είναι οι άδειες και οι εγκρίσεις που σε περιοχές όπως η Αθήνα απαιτούνται από διάφορες υπηρεσίες, από αρχαιολογίες, από εφόρους, από τα παλαιά, τα αρχαία και τα νεότερα μνημεία. Οι οποίες, σημειωτέον, απαιτούνται ακόμη και αν κάποιος θελήσει να ανοίξει την επιχείρησή του σε κτήριο που πιο πριν είχε ανάλογη χρήση, πρέπει να ξαναβγούν. Να εγκριθούν από τους αρμόδιους.
Και αν κάνεις και μια ερώτηση του στιλ: «Ρε παιδιά, λέτε να φύτρωσαν ξαφνικά αρχαία;» τότε θα δεις έγκριση και υπογραφή κάποια στιγμή στο μέλλον. Φυσικά για να μαζέψεις τα χαρτιά πρέπει να έχεις συστήσει εταιρεία, να έχεις νοικιάσει τον χώρο. Να πληρώνεις εφορίες, εργαζόμενους, ενοίκια και λοιπά έξοδα και να περιμένεις πότε θα λειτουργήσεις. Ημέρες, μήνες μέχρι να συνεδριάσουν τα διάφορα συμβούλια, να πάρεις σειρά, να ενταχθείς στην ημερήσια διάταξη, να εγκριθούν τα προβλεπόμενα που φυσικά πρέπει να καθαρογραφούν και να υπογραφούν από τα μέλη των διαφόρων συμβουλίων που σε ορισμένες περιπτώσεις συνεδριάζουν μια φορά τον μήνα μπορεί και εξ αποστάσεως. Δηλαδή; Άσ’ τα να πάνε αν δεν μπορείς να διαθέσεις τα ποσά που απαιτούνται για να κινηθεί η μηχανή.
Μετά όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Κανείς επιχειρηματίας, κανείς όμως, δεν μπορεί να ακολουθήσει κατά γράμμα το σύνολο των υποχρεώσεων που προβλέπονται. Ακόμη και από λάθος, από παράβλεψη, ένα κενό θα υπάρξει. Εδώ ακριβώς έρχεται το υπόλοιπο κομμάτι ενός κυκλώματος για να «χτίσει» τη σχέση «εξάρτησης». Ένα πρόστιμο για ένα τασάκι ακόμη και σε εξωτερικό χώρο. Ένα πρόστιμο για κάποια λίγα ντεσιμπέλ παραπάνω από αυτά που προβλέπει ο νόμος, που πρέπει να υφίσταται από τη δεκαετία του 1980 αναφορικά με το επιτρεπόμενο όριο, δύο… μηνύσεις και…Kαι απλά περιμένει ο επιχειρηματίας την τρίτη που θα οδηγήσει και στο σφράγισμα του καταστήματος. Συγγνώμη, αλλά ποιος θα παίξει κορόνα-γράμματα μια επιχείρηση στην οποία έχει διαθέσει ένα κεφάλαιο; Έχει δανειστεί; Πληρώνει εφορία και εργαζόμενους και πρέπει να υπολογίζει ζημιές, τριπλασιασμό του κόστους ενέργειας, διπλασιασμό του κόστους των προϊόντων που προμηθεύεται και που αν είναι αναλώσιμα και του μείνουν θα τα κοιτάζει;
Παράδειγμα: ένας επιχειρηματίας αν στοχοποιηθεί μέσα σε μια ημέρα μπορεί να δεχθεί επίσκεψη-έλεγχο από καμιά δεκαριά διαφορετικούς ελεγκτικούς… μηχανισμούς. Δεν είναι αστείο. Και μόνο που θα πάνε στο μαγαζί και τίποτα να μη βρουν –που λέει ο λόγος– θα πρέπει να σταματήσουν το μαγαζί να λειτουργεί για περίπου μια ώρα το λιγότερο προκειμένου να γίνουν οι έλεγχοι από το κάθε… κλιμάκιο. Και εκεί τελειώνουν όλα για τον κάθε επιχειρηματία.
Είναι «αθώοι» οι επιχειρηματίες; Όχι δεν είναι. Άλλωστε για να πληρώσουν… μαύρα πρέπει να μαζεύουν και μαύρα. Ούτε έχουν το δικαίωμα να παίζουν με μαύρα γιατί αυτό σημαίνει απώλειες για το κράτος. Παρανομούν. Και σε αυτό το κομμάτι δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Μόνο που σε αυτό το πεδίο η δουλειά που γίνεται από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού είναι σημαντική. Και οφείλεται σε ένα γεγονός. Ότι μειώνεται η επαφή του πολίτη-επιχειρηματία με τους υπάλληλους του Δημοσίου και των αρμόδιων ελεγκτικών αρχών. Η χρήση των καρτών μειώνει ακόμη περισσότερο περίεργες… δοσοληψίες.
Παρανομούν και σε άλλες περιπτώσεις. Καταλαμβάνουν χώρους εξωτερικούς, αυξάνουν τα τραπεζοκαθίσματα, δεν κόβουν αποδείξεις ή κόβουν πλαστές αποδείξεις. Το κάνουν γιατί μπορούν, γιατί ξέρουν ότι θα πληρώσουν και θα έχουν προστασία από κυκλώματα όπως αυτό που αποκαλύφθηκε. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε αλισβερίσι. Υπάρχει δυνατότητα να αντιμετωπιστεί η διαφθορά. Δεν είναι όμως θέμα εφαρμογής των νόμων. Είναι θέμα απλοποίησης του νομικού πλαισίου. Να πάρει το κράτος δηλαδή το «όπλο» από τα χέρια των εκβιαστών. Να ακυρώσει στην πράξη τη δυνατότητα δημιουργίας κυκλωμάτων διαφθοράς που, αν δει κανείς και την τελευταία περίπτωση, περιλαμβάνει υπαλλήλους από πολλές υπηρεσίες. Δήμο, Περιφέρεια, Κεντρική Διοίκηση κ.λπ.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα παραμένει η πολυνομία. Κυρίως τα λεγόμενα υπόλοιπα των νόμων. Οι εκατοντάδες υπουργικές αποφάσεις που παραπέμπουν σε νόμους, άρθρα και διατάξεις, οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι που καταλήγουν να ερμηνεύονται κατά το δοκούν από τους υπαλλήλους των φορέων. Και που αν «ερμηνευτούν» και το πρόστιμο ή η ποινή επιβληθούν, τρέχα να βρεις άκρη…