Με αντιπολίτευση των τρολ του διαδικτύου μοιάζουν στον ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά τους να «χτυπήσουν» την κυβέρνηση. Υιοθετούν αναληθή δημοσιεύματα και μετά τα προβάλλουν ως δήθεν αποκαλύψεις!
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να πουλήσει το ιστορικό μνημείο του Μπούρτζι μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Παρά την άμεση και κατηγορηματική διάψευση τόσο από το ΤΑΙΠΕΔ όσο και από την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ), ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Καραμέρος, συνέχισε να αναπαράγει την ψευδή είδηση ως αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Και μάλιστα όταν (λογικά θα γνώριζε) πως ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε το Υπερταμείο με διάρκεια 99 ετών, μεταφέροντας σε αυτό σημαντικά δημόσια ακίνητα, ενώ σήμερα εμφανίζεται ως δήθεν υπερασπιστής της δημόσιας περιουσίας.
Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός, αλλά εντάσσεται σε μια διαχρονική επικοινωνιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για μια τακτική δημιουργίας ψευδών ειδήσεων, οι οποίες αναπαράγονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκαλώντας τεχνητή αναστάτωση και πίεση στην κυβέρνηση. Όταν οι ψευδείς πληροφορίες διαψεύδονται, η αντιπολίτευση απλά προχωρά στην επόμενη ανυπόστατη καταγγελία, γνωρίζοντας ότι οι διαψεύσεις δεν φτάνουν ποτέ στο ίδιο εύρος κοινού όπως τα fake news.
Αυτό το φαινόμενο έχει επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πουλήσει το νερό, την Ακρόπολη, τα βουνά, ακόμα και τη ΔΕΗ. Τώρα, η αφήγηση μετατοπίζεται στο Μπούρτζι, αγνοώντας τις διαβεβαιώσεις της ΕΤΑΔ ότι το μνημείο δεν μπορεί να πουληθεί και πως η συμμετοχή του στη διεθνή έκθεση MIPIM έχει στόχο την ανάδειξη της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και την προσέλκυση επενδύσεων.
Η μεγαλύτερη ειρωνεία στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανιστεί ως προστάτης της δημόσιας περιουσίας, ενώ ήταν η δική του κυβέρνηση που έθεσε σε κίνδυνο δεκάδες ακίνητα υψηλής αξίας μεταφέροντάς τα στο Υπερταμείο.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, προχώρησε στη δημιουργία του Υπερταμείου, επίσημα γνωστού ως Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), με διάρκεια ζωής 99 ετών.
Στο Υπερταμείο αυτό μεταφέρθηκαν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ των οποίων:
- ΔΕΗ (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού)
- ΕΥΔΑΠ (Εταιρεία Υδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας)
- ΕΥΑΘ (Εταιρεία Υδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης)
- ΟΑΣΑ (Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών)
- ΟΣΕ (Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος)
- Αττικό Μετρό
- Κτιριακές Υποδομές Α.Ε.
Επιπλέον, μεταφέρθηκαν 10.119 ακίνητα του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων αρχαιολογικών χώρων, μουσείων και ιστορικών μνημείων.
Σε αυτό είχαν ενταχθεί ο Λευκός Πύργος, ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού, τμήμα της κοίτης και των παρόχθιων εκτάσεων στα ανατολικά του ανακτόρου της Κνωσού, ο αρχαιολογικός χώρος των βασιλικών τάφων Βεργίνας, τμήμα του αρχαιολογικού χώρου των τάφων των Φιλίππων (που είναι εγγεγραμμένος στον παγκόσμιο κατάλογο μνημείων της UNESCO), η Σπιναλόγκα, ο τάφος του Λεωνίδα στη Λακωνία, το βυζαντινό κάστρο του Επταπυργίου, τα βυζαντινά λουτρά όπως και η Ροτόντα στη Θεσσαλονίκη (που είναι στον κατάλογο της UNESCO), το δάσος Σέιχ Σου, η αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης, το Μικρολίμανο-Ακτή Κουμουνδούρου στον Πειραιά, το Αρχαίο Θέατρο Ευωνύμου του δήμου Αλίμου, η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη Κυνηγού στον Υμηττό, η παραλία της Φτελίας στη Μύκονο, το Ρωμαϊκό Ωδείο της Αχαΐας, η Ακρόπολη της Σπάρτης κ.λπ.
Με άλλα λόγια, είναι τουλάχιστον υποκριτικό, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την παρούσα κυβέρνηση για «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας, όταν ο ίδιος είχε θέσει υπό την ομπρέλα του Υπερταμείου τόσο κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία της χώρας για σχεδόν έναν αιώνα. Βεβαίως, μερικά εξ αυτών επί της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν ήδη επιστρέψει υπό δημόσιο έλεγχο όπως, για παράδειγμα, η ΕΥΠΑΔ κ.ά.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται κανένα θέμα πώλησης του Μπούρτζι, τονίζοντας ότι η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας δεν είναι εμπόρευμα προς εκχώρηση. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων παραμένει σοβαρό και επιβεβαιώνει την ανάγκη για μεγαλύτερη προσοχή στην αξιολόγηση των πληροφοριών που διακινούνται στον δημόσιο διάλογο.