Με έντονους ρυθμούς συνεχίζεται το μπαράζ θετικών εκθέσεων και συστάσεων των διεθνών οίκων, των επενδυτικών τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών για το story της Ελλάδας και το μεγάλο στοίχημα του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Η ελληνική οικονομία σημείωσε το 2021 έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς στην Ευρωζώνη, με τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη 8% ή και περισσότερο να αποτελούν πλειοψηφία, ενώ το έδαφος είναι στρωμένο για άλλο ένα ισχυρό έτος για το ΑΕΠ, με οδηγό τις επενδύσεις και τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που θα ενισχύσουν την ανοδική τροχιά των αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης.

Σε αυτό το σκηνικό, το Χρηματιστήριο Αθηνών φαίνεται πως φέτος θα δώσει τα ισχυρά κέρδη που “χρωστούσε” από πέρσι, με το δυναμικό μομέντουμ του Ιανουαρίου να αποτελεί, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, μόνο την αρχή του τι θα ακολουθήσει στο υπόλοιπο του έτους. Κατά γενική ομολογία, το 2022, και πιθανώς και το 2023, θα αποτελέσουν την περίοδο του μεγάλου re-rating του ελληνικού χρηματιστηρίου, με τις τραπεζικές μετοχές να έχουν τα ηνία και να οδηγούν τον Γενικό Δείκτη σε σταθερή ανοδική πορεία.

Φυσικά, το διεθνές περιβάλλον αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για το Χ.Α. καθώς όσο και να δείχνει τώρα ότι έχει τις αντοχές και τη διάθεση να αυτονομείται, εάν οδηγηθούμε σε ισχυρό sell-off και μάλιστα με διάρκεια στους διεθνείς χρηματιστηριακούς δείκτες, η ελληνική αγορά δεν θα μείνει αλώβητη. Πάντως, οι προβλέψεις πολλών διεθνών οίκων δείχνουν προς συνέχιση της ανόδου των διεθνών αγορών και φέτος, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς σε σχέση με την τελευταία διετία, ωστόσο οι… “αρκούδες”, όπως και οι κίνδυνοι, δεν λείπουν.

Σε αυτούς τοποθετούνται οι εκλογές στη Γαλλία, το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η εξέλιξη της πανδημίας με πιθανές νέες πιο ανθεκτικές παραλλαγές της COVID-19 και φυσικά ο πληθωρισμός. Οι αγορές ανησυχούν περισσότερο για τον κίνδυνο ο πληθωρισμός να αποδειχθεί πιο επίμονος. Η ισχυρή ζήτηση, οι “σφιχτές” αγορές εργασίας, τα συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους και οι τεντωμένες αλυσίδες εφοδιασμού υποδηλώνουν ότι οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό είναι ανοδικοί. Έτσι, ενώ οι ονομαστικοί ρυθμοί πληθωρισμού είναι πιθανό να μειωθούν το 2022 καθώς ο πληθωρισμός των αγαθών υποχωρεί, είναι πιθανό ο υποκείμενος πληθωρισμός να γίνει πράγματι μεγαλύτερη ανησυχία για τις κεντρικές τράπεζες καθώς προχωράμε στη διάρκεια του έτους. Επίσης, το 2022 είναι μια χρονιά κατά την οποία τα επιτόκια και οι αποδόσεις των ομολόγων θα αυξηθούν, αντίθετα σε αυτό που είδαμε στη διετία 2020-2022, με τις επιπτώσεις για τις μετοχές να παραμένουν άγνωστες και να εξαρτώνται από το πόσο απότομα θα είναι τα sell-off των ομολόγων.

Έρχεται σειρά αναβαθμίσεων της Ελλάδας

Οι διεθνείς αναλυτές ότι η Ελλάδα το επόμενο διάστημα θα δει μπαράζ αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, κάτι που θα τη βοηθήσει να σκαρφαλώσει πολύ γρήγορα προς την “επενδυτική” βαθμίδα, με όπλο τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και το σταθερό πολιτικό σκηνικό. Στόχος της κυβέρνησης παραμένει η επίτευξη αυτού του ορόσημου στο α’ εξάμηνο του 2023, ωστόσο, όσο νωρίτερα κερδίσει η χώρα αυτό το “στοίχημα”, τόσο περισσότερα οφέλη θα έχει, όχι μόνο από την ένταξή της στο κανονικό πρόγραμμα QE που “τρέχει” η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και από τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης των ελληνικών ομολόγων.

Κατά την πρώτη της αξιολόγηση για το έτος, η Fitch προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας σε θετικές, κάτι που σηματοδοτεί την αναβάθμιση και του rating σε διάστημα 12 μηνών. Σύμφωνα με τη Société Générale, η Ελλάδα θα είναι από τους μεγάλους νικητές των αξιολογήσεων των οίκων το 2022 καθώς θα δει σειρά αναβαθμίσεων από όλους τους οίκους.

Συγκεκριμένα εκτιμά πως ότι η S&P θα αναβαθμίσει την Ελλάδα στην πρώτη της αξιολόγησή της για το έτος στις 22 Απριλίου, η Fitch στη συνέχεια θα αναβαθμίσει επίσης τη χώρα τον Ιούλιο ή τον Οκτώβριο, ενώ η Moody’s θα προχωρήσει επίσης σε αναβάθμιση στις 16 Σεπτεμβρίου. Έτσι, έως το τέλος του 2022, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα απέχει μόλις έναν βαθμό από την επενδυτική βαθμίδα, κλείνοντας το χάσμα των ratings έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών, και αυτό διότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας το 2021 έχει ξεπεράσει σημαντικά τις προβλέψεις των οίκων αξιολόγησης.

Η γαλλική τράπεζα τονίζει πως η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας διατηρείται, με το κόστος εξυπηρέτησής του να είναι χαμηλότερο από ό,τι για άλλες περιφερειακές ευρωπαϊκές. Μαζί με τη βοήθεια των κονδυλίων της NGEU, η κυβέρνηση θα έχει άφθονους πόρους για την ανοικοδόμηση της οικονομίας χωρίς μεγάλη επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά της.

Από την πλευρά της, και η J.P. Morgan αναμένει ότι οι θετικές κινήσεις στις αξιολογήσεις της Ελλάδας θα συνεχιστούν το 2022, με τη χώρα να αποκτά εκ νέου την επενδυτική βαθμίδα στα τέλη του 2022 ή στις αρχές του 2023. Όπως εκτιμά, οι αναβαθμίσεις και όχι οι υποβαθμίσεις θα κυριαρχήσουν στην Ευρωζώνη φέτος, αντανακλώντας τις αισιόδοξες προοπτικές για το μακροοικονομικό μέτωπο και το μέτωπο της πολιτικής, καθώς και της άποψής της για σχετικά ελεγχόμενα spreads στα ομόλογα της περιοχής, παρά τη μείωση της υποστήριξης της ΕΚΤ. Σύμφωνα με την αμερικάνικη τράπεζα, οι πιθανότητες για αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody’s φέτος τοποθετούνται στο 90%, ενώ στο 75% τοποθετεί τις πιθανότητες ανάλογης κίνησης από τις S&P, Fitch και DBRS.

 Ο Ιανουάριος είναι μόνο η αρχή

Το 2022-2023 είναι οι χρονιές του re-rating των ελληνικών μετοχών, με τους real money (ποιοτικούς, μακροπρόθεσμους) επενδυτές να ενισχύουν τις ροές τους προς το ελληνικό χρηματιστήριο αποτιμώντας και “ποντάροντας” στην ένταξη της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, σημειώνει σε ανάλυσή της η συμβουλευτική εταιρεία DCS Delphic Strategies.

Συγκεκριμένα, αναφέρει έξι πολλοί σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι αναμένεται να ενισχύσουν την εικόνα και τις προοπτικές των ελληνικών μετοχών:

1) Η στροφή των επενδυτών διεθνώς στις μετοχές “αξίας”, ένα στοίχημα που αφορά πολύ την Ελλάδα.

2) Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι στο ραντάρ των επενδυτών, με τις ελληνικές να προσελκύουν έτσι χαρτοφυλάκια τη στιγμή που ο κλάδος αναμένεται φέτος να εξαλείψει πλήρως το πρόβλημα των προβληματικών assets με τους δείκτες NPEs να μειώνονται φέτος κάτω του 5%.

3) Το ότι συνθήκες ρευστότητας στην ελληνική οικονομία έχουν βελτιωθεί σημαντικά.

4) Τα σημαντικά οφέλη φέρνουν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης.

5) Το ότι Ελλάδα βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση στην ιστορία της σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και

6) το γεγονός ότι τα εταιρικά θεμελιώδη μεγέθη υποστηρίζονται έντονα από τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Στα top picks τοποθετεί τις Mytilineos, ΓΕΚ Τέρνα, ΔΕΗ, Lamda Development, Τέρνα Ενεργειακή, Motor Oil, Aegean, ΟΠΑΠ και ΟΤΕ, ενώ θετική δηλώνει και για τις προοπτικές των τραπεζικών μετοχών.

Ιδιαίτερα αισιόδοξη για τις προοπτικές του Χ.Α. εμφανίζεται και η Wood. Όπως αναφέρει σε νέο της report, τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη του 2021 – όπως η εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας, η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το σταθερό πολιτικό περιβάλλον και η επιτυχής μεταμόρφωση του τραπεζικού κλάδου, δεν μεταφράστηκαν σε υπεραπόδοση για τον Γενικό Δείκτη το 2021, με μέτρια άνοδο 10%, υποαποδίδοντας σε σχέση με του ευρωπαϊκού δείκτες. Σε ό,τι αφορά τις καλύτερες επιδόσεις του 2021 η Wood αναφέρει ότι ξεχώρισε η Eurobank (+54%) και ακολούθησαν η Εθνική (+30%), η Μυτιληναίος (+27%), η ΔΕΗ (+27%), η ΓΕΚ Τέρνα (+21%) και ο ΟΠΑΠ (+20%). Από την άλλη πλευρά, η Τράπεζα Πειραιώς σημείωσε πτώση 94% (λόγω της ΑΜΚ), η Jumbo υποχώρησε κατά 11% και η απόδοση σε πολλές μετοχές του FTSE 25 ήταν αδύναμη (ΟΛΠ -12%, ΕΧΑΕ -5%, Σαράντης – 5%, Φουρλής -4%, Lamda Development -3% και Τιτάν -3%).

Οι πιθανοί λόγοι πίσω από την υποαπόδοση του Χ.Α. το 2021, κατά τη Wood, περιλαμβάνουν: την εμφάνιση των παραλλαγών Delta και Omicron, με την Ελλάδα να θεωρείται ως ένα play υψηλού beta, λόγω της εξάρτησής της από τον τουρισμό, καθώς και το στέγνωμα της ρευστότητας που προκλήθηκε από τις αυξήσεις κεφαλαίου.

Το θετικό είναι, όπως επισημαίνει, ότι η αγορά ανέκαμψε στις αρχές του 2022, με τον Γενικό Δείκτη να σημειώνει άνοδο 6% σε ετήσια βάση και την ισχυρή απόδοση του τραπεζικού τομέα (+12%). “Πιστεύουμε ότι υπάρχουν καλοί λόγοι να συνεχιστεί αυτό το re-rating, λόγω του υποστηρικτικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, του σταθερού πολιτικού σκηνικού, των “καθαρών” πλέον τραπεζών και των φθηνών αποτιμήσεων”, όπως επισημαίνει, τονίζοντας ότι είναι bullish για τις ελληνικές τράπεζες, με το top pick της να παραμένει η Εθνική Τράπεζα. Από τους μη τραπεζικούς τίτλους, τα top picks της είναι ο ΟΠΑΠ, η ΓΕΚ Τέρνα και η Motor Oil. Παράλληλα, σύσταση buy διατηρεί για τις Coca Cola, Jumbo, Mytilineos, ΕΛΠΕ, Τέρνα Ενεργειακή, Titan, ΟΛΠ, Aegean και ΕΧΑΕ.

Το εντυπωσιακό story των τραπεζών

Οι τράπεζες αποτέλεσαν χωρίς αμφιβολία τον οδηγό του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην επίτευξη φέτος του σημαντικού οροσήμου της επιστροφής του Γενικού Δείκτη πάνω από τις 950 μονάδες για πρώτη φορά μετά από επτά ολόκληρα χρόνια. Από τον Δεκέμβριο έχει παρατηρηθεί ένα κύμα εκθέσεων εγχώριων και διεθνών οίκων για τις ελληνικές τράπεζες, που έλεγαν το προφανές. Ότι οι αποτιμήσεις τους είναι πολύ χαμηλές και δεν δικαιολογούν την τεράστια βελτίωση που έχουν σημειώσει στο μέτωπο της μείωσης των NPEs  αλλά και τις ισχυρές προοπτικές που δημιουργούνται από τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Παρά, ωστόσο, το ράλι που έχουν ήδη σημειώσει, με τον τραπεζικό δείκτη να έχει εκτοξευθεί κατά σχεδόν 180% από τα ιστορικά χαμηλά των 236 μονάδων που σημείωσε στα τέλη Οκτωβρίου του 2020, οι αναλυτές επιμένουν πως τα περιθώρια ανόδου είναι σημαντικά το επόμενο διάστημα.

Την περασμένη εβδομάδα συνεχίστηκε αυτό το κύμα θετικών εκθέσεων, με την Deutsche Bank να αποφασίζει να ξεκινήσει εκ νέου την κάλυψη ολοκλήρου του τραπεζικού κλάδου (έως τώρα παρακολουθούσε μόνο την Eurobank) επισημαίνοντας πως οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε στάδιο μεταμόρφωσης με την εστίαση να αρχίζει να στρέφεται προς την κερδοφορία, τη στιγμή που οι φόβοι για τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών έχουν σε μεγάλο βαθμό τελειώσει.

Σύμφωνα με την γερμανική τράπεζα, το μειούμενο κόστος κινδύνου, με σαφή σύγκλιση μεταξύ όλων των τραπεζών έως το 2023-24, σε συνδυασμό με τη θετική επίδραση στον δανεισμό, η οποία προέρχεται από την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, είναι οι κύριοι παράγοντες που στηρίζουν την ανάκαμψη της κερδοφορίας. Η Deutsche Bank βλέπει ότι η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων RoTE θα διαμορφωθεί περίπου στο 7% το 2023, για τις περισσότερες συστημικές, παρά τα κάπως υποτονικά έσοδα.

Οι τιμές-στόχοι τις οποίες δίνει η γερμανική τράπεζα είναι 1,55 ευρώ για την Alpha Bank, 4,5 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 1,55 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και 1,15 ευρώ για την Eurobank (από 0,80 ευρώ πριν). Για τις Alpha Bank και Εθνική τηρεί σύσταση buy, ενώ για τις Πειραιώς και Eurobank τηρεί στάση hold.

Ακολουθώντας τις εκθέσεις των εγχώριων χρηματιστηριακών όπως η Eurobank Equities και η Pantelakis Securities η οποίες υπογράμμισαν την αισιοδοξία τους για την πορεία του κλάδου το 2022 νωρίτερα αυτόν τον μήνα, η Euroxx έδωσε και αυτή το θετικό της μήνυμα για τις ελληνικές τράπεζες την εβδομάδα που πέρασε.  Όπως σημείωσε, οι ελληνικές τράπεζες, έχοντας περιορίσει τους κινδύνους από τα παλαιά NPEs και υποστηριζόμενες από την άφθονη θέση ρευστότητάς τους και το NGEU, είναι έτοιμες να ηγηθούν της οικονομικής ανάκαμψης μέσω της πιστωτικής επέκτασης και της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που θα τους επιτρέψει να ευδοκιμήσουν μακροπρόθεσμα.

Κατά την άποψη της χρηματιστηριακής, το ελκυστικό επενδυτικό story του κλάδου, το οποίο βασίζεται στη μεγάλη πτώση του κόστους κινδύνου (CoR) και στην επιστροφή της αύξησης των δανείων, παραμένει ανέπαφο παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της παράτασης των μέτρων περιορισμού της COVID-19. Έτσι επιβεβαίωσε την αξιολόγηση overweight για όλες τις τράπεζες, ενώ σε ό,τι αφορά τις τιμές-στόχους, για την Alpha Bank δίνει τα 1,60 ευρώ από 1,25 πριν με περιθώριο ανόδου 28%, για την Eurobank δίνει το 1,30 ευρώ από 0,88 πριν και περιθώριο ανόδου 29%, για την Εθνική Τράπεζα τα 4,20 ευρώ από 3,40 ευρώ και περιθώριο ανόδου 30%, ενώ για την Πειραιώς διατηρεί τα 2,20 ευρώ και βλέπει περιθώριο ανόδου 54%.

Πηγή: capital.gr