«Δύο σωστά και ένα λάθος» στην ευρωπαϊκή πολιτική για τον εμβολιασμό των πολιτών κατά του κορωνοϊού διαπιστώνει η Ντόρα Μπακογιάννη μιλώντας στον ΘΕΜΑ 104,6.
«Να συμφωνήσουμε ότι η Ευρώπη έκανε δυο πράγματα σωστά και ένα λάθος. Αποφάσισε να διαπραγματευτεί για ολόκληρη την Ευρώπη και διαπραγματεύτηκε μια καλή τιμή. Το τεράστιο λάθος είναι ότι στην προσπάθεια της να διαπραγματευτεί τις τιμές, τελικώς πληρώνουμε ένα κόστος ενός μήνα καθυστέρηση που στην οικονομία έχει μία τεράστια επιβάρυνση» δήλωσε.
Η κυρία Μπακογιάννη επεσήμανε ότι «βλέπουμε επιτέλους φως στην άκρη του τούνελ» καθώς «ξεπεράσαμε χθες τους 500.000 εμβολιασμούς. Εάν πάνε οι εμβολιασμοί έτσι όπως τους έχουν προγραμματίσει, είναι εντυπωσιακή η επιτυχία του τρόπου με τον οποίον γίνονται. Το στοίχημα είναι οι γραμμές εμβολιασμών να γίνουν πάρα πολλές, με το που θα έρθουν όλα τα υπόλοιπα εμβόλια να εμβολιάσουμε το ταχύτερο δυνατό τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.»
«Πάντα θα υπάρχουν μεμονωμένα σημεία που θα μπορούσες να τα έχεις κάνει καλύτερα, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Αλλά η αντιπολίτευση ξέρει ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση είναι η πολιτική που ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις, από όλο τον κόσμο. Κάτι πρέπει να έχουμε κάνει καλύτερα διότι η Ελλάδα και στο πρώτο και στο δεύτερο κύμα είναι από τις χώρες που δεν έχουν ποτέ κοκκινίσει. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει κάτι καλύτερο από τους άλλους» τόνισε.
Στην αντιπολίτευση η κυρία Μπακογιάννη «χρεώνει» ελλιπή αντανακλαστικά. «Αν η αντιπολίτευση έχει κάποιο μαγικό χαρτί στα χέρια της, αρκεί να το πει. Επειδή επιδεικνύει ελλιπή αντανακλαστικά, αυτά που λέει αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν μηδενική ανταπόκριση στην κοινωνία. Τη μία κατηγορούν την κυβέρνηση γιατί δεν άνοιξε η αγορά και πνίγεται η οικονομία και την άλλη την κατηγορούν γιατι άνοιξε και αυξάνεται η πανδημία. Δεν υπάρχει λογική. Ενώ θα μπορούσαμε από κοινού, εάν υπήρχε κάποια σοβαρή ιδέα, να τη συζητήσουμε και να είμαστε πιο αποτελεσματικοί. Δυστυχώς, δεν υπάρχει σοβαρή πρόταση από την άλλη μεριά»
Όσον αφορά την την Παιδεία «το ερώτημα είναι ένα», όπως ανέφερε. «Μια χώρα που περνάει μια πανδημία ένα χρόνο τώρα θα σταματήσει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια; Και η απάντηση μας ευθέως και κατηγορηματικά είναι όχι. Η χώρα πρέπει να προχωρήσει, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν.»
«Το ερώτημα είναι ένα: Μια χώρα που περνάει μια πανδημία ένα χρόνο τώρα θα σταματήσει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια; Και η απάντηση μας ευθέως και κατηγορηματικά είναι όχι . Η χώρα πρέπει να προχωρήσει, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν. Κάποιες από αυτές δυσκολευόμαστε να τις εφαρμόσουμε, βλέπε στον φορολογικό τομέα, με την ταχύτητα με την οποία θα θέλαμε. Οι άλλες οι οποίες είναι δομικές, όπως η μεταρρύθμιση στην παιδεία, είναι κάτι που δεν δικαιολογούμαστε να μη το προχωρήσουμε διότι αυτό θα είναι η πραγματική, η γνήσια, η μεγάλη αλλαγή, η αναβάθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων. Η δυνατότητα να μην αποκτήσουμε ένα ακαδημαϊκό προλεταριάτο ή ανθρώπους οι οποίοι ποτέ δεν θα βρουν δουλειά ή δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσουν το πανεπιστήμιο. Αλλά να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά μία εναλλακτική πορεία η οποία θα τους δώσει αύριο τη δυνατότητα να συμμετέχουν με επιτυχία στην κοινωνία. Μάνα είμαι, γιαγιά είμαι, δεν μπορώ να φανταστώ ποτέ ότι με μία μονάδα θα μπορεί να μπει ο άλλος στο πανεπιστήμιο. Τι ελπίδα έχει να τελειώσει το σχολείο, θα χάσει 3 χρόνια της ζωής του και τελικώς θα βρεθεί στην αγορά εργασίας με μηδέν εφόδια. Σε αυτό ποιος θα πάρει την ευθύνη; Ο ΣΥΡΙΖΑ που θα κατεβάσει τον κόσμο στο δρόμο; Δηλαδή, ήταν αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις» δήλωσε.
Για τα ελληνοτουρκικά η πρώην υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε παγκοσμίως έναν από τους δυσκολότερους γείτονες».
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε έναν από τους δυσκολότερους γείτονες παγκοσμίως. Η μοίρα μας το έχει να έχουμε έναν γείτονα που είναι πάρα πολλές φορές απρόβλεπτος, ο οποίος δεν πιστεύει στο διεθνές Δίκαιο αλλά στην επίδειξη δύναμης και πιστεύει ότι δια αυτού του τρόπου μπορεί να επιβάλλει απόψεις. Αυτός ο γείτονας, μετά από δύο χρόνια μιας εξαιρετικά επιθετικής πολιτικής σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, μίας πολιτικής που είχε βάλει όλα του τα αβγά στο καλάθι της ενδυνάμωσης της παρουσίας του στην Ανατολική Μεσόγειο, βρίσκεται σήμερα να κάνει ταμείο για την πολιτική αυτή και το ταμείο να είναι μείον.
Βρίσκεται σήμερα υπό πολύ μεγάλη πίεση. Ήθελε να έχει και τους Ρώσους και τους Αμερικάνους μαζί, βεβαίως αυτό δεν έγινε. Οπότε τώρα έχει προβλήματα με τους Αμερικάνους τρελά διότι έχουν προχωρήσει οι κυρώσεις και οι Αμερικάνοι βάζουν καινούρια πράγματα στο τραπέζι και από την άλλη μεριά ο Πούτιν, που δεν είναι και αυτός κανένας εύκολος συνέταιρος, ο οποίος δεν πρόκειται να αποδεχτεί την μη τήρηση των συμφωνηθέντων με τον Ερντογάν. Άρα, ο Ερντογάν σήμερα είναι ανάμεσα σε δύο πυρά.
«Το θέμα μας αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο πολύ οι κυρώσεις όσο το αν υπάρχει προοπτική θετικής ατζέντας με την Τουρκία. Αν η Ε.Ε θα δώσει τη θετική ατζέντα στην Τουρκία, τη συνεργασία την οικονομική και την πολιτική, την οποία η Τουρκία χρειάζεται διακαώς αυτή τη στιγμή»
«Αυτά δημιουργούν έναν τεράστιο εκνευρισμό στον Ερντογάν. Και έτσι έχουμε τις δηλώσεις Ερντογάν, οι οποίες είναι σαν το εκκρεμές. Τη μια μέρα δηλώνει το πόσο αγαπάει την Ευρώπη και την Ελλάδα και την άλλη μέρα μας λέει ότι δεν μιλαει με τον Μητσοτάκη και ότι είναι απαράδεκτος κλπ… Έχει τις διάφορες εξάρσεις είπα – ξείπα . Έναντι αυτού η Ελλάδα είναι σταθερή, ψύχραιμη, έχει αυτοπεποίθηση, έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται με άλλες χώρες. Καταφέραμε και πετύχαμε να φέρουμε τους Τούρκους τις διερευνητικές επαφές που δεν τις ήθελαν οι Τούρκοι, γι’ αυτό προσπάθησαν δύο φορές να τις αποφύγουν αλλά στην τρίτη υποχρεώθηκαν γιατί τους είναι πολύ στενός ο κορσές. Ταυτόχρονα όμως, επειδή καθένας πρέπει να είναι και πολύ προσεκτικός, ενισχύουμε με όλα μας τα μέσα την άμυνα μας.
Η Τουρκία ζητάει πράγματα μονομερώς, θέσεις ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο. Η εποχή της αντίληψης της Τουρκίας έχει οριστικώς περάσει, δεν γίνεται αποδεκτή από κανέναν. Γι’ αυτό βλέπετε την εικόνα του σημερινού Ερντογάν είναι η εικόνα του ανθρώπου που βρίσκεται σε τρομακτική πίεση. Ο Ερντογάν καταλαβαίνει ότι η πίεση που δέχεται στο εσωτερικό του είναι τόσο μεγάλη που δεν μπόρεσε να την αντισταθμίσει με τον εθνικισμό του, τον οποίο έπαιξε τον τελευταίο χρόνο. Αρα τώρα, γυρίζει το φύλλο και προσπαθεί να βρει άλλη πλατφόρμα συνεργασίας»
Σε ό,τι αφορά, τέλος, την οικονομία διαπιστώνει: «Όλο το στοίχημα για εμάς που είναι μεγάλο, δύσκολο, χρειάζεται εκ των πραγμάτων τη συνεργασία της δημόσιας διοίκησης, που έχει ακόμα πολύ αργά αντανακλαστικά σε ορισμένες περιπτώσεις, πως θα προχωρήσουμε και ένα ΕΣΠΑ και ένα ταμείο ανόρθωσης να τα απορροφήσουμε σωστά και γρήγορα. Από εκεί θα κριθεί αν η χώρα θα μπορεί να κάνει αυτό το άλμα ανάπτυξης ή όχι. Είμαι αισιόδοξη, πιστεύω ότι οι άνθρωποι που έχουν μπει στις θέσεις αυτές έχουν συνείδηση του μεγέθους της προκλήσεως. Και έχουν συνείδηση του μεγέθους της ευκαιρίας που μας δίνεται μπροστά μας. Ο στόχος είναι μία Ελλάδα η οποία θα πάρει τη θέση της στο διεθνές σκηνικό, με μία οικονομία γερή και μία Ελλάδα που στο εσωτερικό της θα έχει πατάξει κατά το μέγιστο δυνατό τρόπο τις ανισότητες».
Πηγή: Πρώτο Θέμα