Για τη σημασία της Μονής της Χώρας η οποία από χθες Δευτέρα λειτουργεί εκ νέου ως τζαμί στην Κωνσταντινούπολη, μίλησε ο Δημήτρης Αθανασούλης Έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Δωδεκανήσων στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ.
«Το καθολικό της Μονής της Χώρας είναι μια σημαντική βυζαντινή εκκλησία, από τις ελάχιστες δυστυχώς που έχουν διασωθεί στην πρωτεύουσα της μεγάλης αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και το οποίο είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, αλλά για μας τους Έλληνες έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον, γιατί είναι ένα ελληνορθόδοξο μνημείο στην καρδιά της μεσαιωνικής πρωτεύουσας του Ελληνισμού, που ήταν η Κωνσταντινούπολη» υπογράμμισε ο κ. Αθανασούλης. Πρόσθεσε ότι «με δεδομένο ότι σώζονται ελάχιστα τέτοια μνημεία από τα σπουδαία που υπήρχαν και κοσμούσαν τη μεσαιωνική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, είναι προφανής η σημασία της πολλώ δε μάλλον όταν διατηρεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό τον εσωτερικό της κυρίως διάκοσμο».
«Ο ναός χτίστηκε σε ερείπια παλαιοτέρων κτηρίων[…] και ανακαινίστηκε τον 14ο αιώνα, την εποχή των Παλαιολόγων δηλαδή όποτε είναι και η κυρίως φάση στην οποία βλέπουμε σήμερα και θαυμάζουμε. Εκεί διατηρούνται στο εσωτερικό σπουδαία ψηφιδωτά που αφηγούνται σκηνές από τον βίο του Χριστού και της Θεοτόκου. Και υπάρχει και ένα παρεκκλήσιο όπου είχε νεκρικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή ταφικό και έχει τοιχογραφίες με τέτοιο περιεχόμενο, με σκηνές δηλαδή σωτηριολογικές από τον κύκλο της Ανάστασης, με τη Δευτέρα Παρουσία. Παρεκκλήσι στο οποίο ήταν να ταφεί ο κτήτορας της Μονής, αυτός ο οποίος ανακαίνισε δηλαδή το μνημείο αυτό τον 14ο αιώνα, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, άρχοντας, μεγάλος λογοθέτης στην αυλή των Παλαιολόγων. Η σημασία του μνημείου είναι τεράστια, ακριβώς γιατί σώζεται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση αυτός ο διάκοσμος, ο οποίος αποκαλύφθηκε και συντηρήθηκε, και αυτό έχει μεγάλη σημασία νομίζω να το πούμε, όταν μετά το 1945 η κεμαλική κυβέρνηση αποφάσισε να το μετατρέψει σε μουσείο, από το Byzantine Institute of America , ένα αμερικανικό ινστιτούτο το οποίο ανέλαβε μετά τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, την αποκατάσταση και την αναστήλωση όλων των εμβληματικών βυζαντινών ναών της Κωνσταντινούπολης, περιλαμβανομένης και της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας. Επομένως, αυτό το οποίο πρέπει να τονίσουμε είναι ότι το μνημείο αυτό ήταν αναστηλωμένο και συντηρημένο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όποιος το έχει επισκεφθεί μπορεί να το αντιληφθεί», σημείωσε.
Επιπλέον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «το σημαντικότερο που μας ανησυχεί είναι αφενός μεν ότι η λεγόμενη αναστήλωση για την οποία γίνεται αναφορά μας θορυβεί γιατί το μνημείο ήταν ήδη αναστηλωμένο και αποκατεστημένο και επεμβάσεις όπως έγιναν σε άλλα μνημεία – όπως στο λεγόμενο Ζεϊρέκ Τζαμί- για να γίνουν τζαμιά, ουσιαστικά κάλυψαν τις βυζαντινές φάσεις του μνημείου προκειμένου να αναδειχθούν νεώτερες σύγχρονες διακοσμήσεις για να γίνει τζαμί. Το ίδιο λοιπόν ελπίζουμε να μη γίνει στην περίπτωση της Χώρας, ενώ η μετατροπή του σε τέμενος που επιβάλλει να καλυφθούν οι παραστάσεις των τοιχογραφιών και των ψηφιδωτών, ουσιαστικά δημιουργεί μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση. Γιατί όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε και ο κ. Μανδαλίδης, πρόκειται για ένα μικρό μνημείο όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο ταυτόχρονα να μπαίνουν τουρίστες να βλέπουν, να θαυμάζουν αυτό το μοναδικό διάκοσμο και ταυτόχρονα αυτό να είναι και χώρος προσευχής. Επομένως, νομίζω ότι σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια σοβαρή υποβάθμιση αυτού του σπουδαίου μνημείου».