Η Ελλάδα αποχαιρέτησε σήμερα τον Διονύση Σαββόπουλο, έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της σύγχρονης μουσικής και πολιτιστικής μας ζωής.
Λίγο πριν το μεσημέρι, η σορός του Διονύση Σαββόπουλου μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών, όπου τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία του σπουδαίου τραγουδοποιού, προερχόμενη από το Α’ Νεκροταφείο.
Η σύζυγός του, Άσπα, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, βρέθηκαν στο πλευρό του, δεχόμενοι τη συμπαράσταση φίλων, συγγενών και συνεργατών.

Η συγκίνηση ήταν διάχυτη, καθώς η Ελλάδα αποχαιρέτησε έναν κορυφαίο δημιουργό, τον Διονύση Σαββόπουλο, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη μουσική και τον πολιτισμό.

Πλήθος πολιτών, αλλά και πολιτικών, καλλιτεχνών και στενών συνεργατών, είχε συγκεντρωθεί για να αποδώσει φόρο τιμής στον μεγάλο μουσικό, εκφράζοντας την εκτίμηση και τον σεβασμό προς την πορεία και την προσφορά του.

Από τις πρώτες πρωινές ώρες, πλήθος πολιτών είχε συγκεντρωθεί στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης για να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο καλλιτέχνη. Ο κόσμος, εμφανώς συγκινημένος, περίμενε υπομονετικά στην ουρά για να πει το ύστατο αντίο, να ακουμπήσει ευλαβικά το χέρι στη σορό και να αφήσει λουλούδια στο φέρετρο του «Νιόνιου» της ελληνικής μουσικής, που είχε τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Η συγκίνηση κυριαρχούσε στα πρόσωπα και στα λόγια όσων βρίσκονταν εκεί, σε μια ατμόσφαιρα βαθιάς συλλογικής συγκίνησης και σεβασμού.
Κατά τη διάρκεια της τελετής, έξι επικήδειοι λόγοι εκφωνήθηκαν προς τιμήν του αείμνηστου δημιουργού. Μίλησαν οι:
Κυριάκος Μητσοτάκης, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Δήμητρα Γαλάνη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης και Αλέξης Κυριτσόπουλος, αποτίοντας φόρο τιμής στον άνθρωπο που σημάδεψε με το έργο του τη σύγχρονη ελληνική μουσική και κουλτούρα.
Ο επικήδειος του Κυριάκου Μητσοτάκη
Στο πλαίσιο της τελετής αποχαιρετισμού, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εκφώνησε επικείδιο λόγο, αποδίδοντας τιμή σε έναν καλλιτέχνη που με το έργο και τον λόγο του σφράγισε δεκαετίες ελληνικής ιστορίας και έκφρασης.
Για τον άνθρωπο και τραγουδοποιό που αποχαιρετούμε σήμερα, θα μιλούν πάντα τα συναισθήματα όλων όσοι ταξίδεψαν με τις νότες και τους στίχους του. Κάτι φυσικό, αφού κατά καιρούς τραγούδησε για τον καθέναν από εμάς. Προσωπικά, όμως, δεν είμαι εδώ μόνο σαν φίλος και σαν θαυμαστής του, αλλά από χρέος προς έναν μεγάλο Έλληνα που έζησε και περιέγραψε μοναδικά τις περιπέτειες του τόπου του. Τις μεγάλες και τις μικρές εικόνες που γέννησαν, αλλά και τη γεύση που άφησε η εμπειρία τους.
Ο Νιόνιος, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή συμβάδισε με τη ζωή της χώρας, δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες, αλλά και προειδοποιώντας στις επικίνδυνες κατηφόρες, έχοντας πάντα τη δική του άποψη για τα πράγματα, ανοιχτή, αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων. Γι’ αυτό και όπως στη μουσική πέτυχε να φέρει το ροκ κοντά στο έντεχνο, στο λαϊκό και στο δημώδες, έτσι και στο κοινωνικό πεδίο από τις οραματικές ιδέες της αριστεράς συναντήθηκε με τον ρεαλισμό της φιλελεύθερης σκέψης.
Δεν θα κρύψω, λοιπόν, ότι τα λόγια που προσωπικά θα ξεχώριζα από το πλούσιο έργο του είναι αυτά που ο Διονύσης ταίριαξε στον «Άγγελο εξάγγελο». Ίσως γιατί υπήρξαν απόλυτα προφητικά για όσα τελικά ζήσαμε.
Πριν από όλα, όμως, γιατί αποτελούν ευθύ και βαθύ δημόσιο λόγο. Κατορθώνουν έτσι κάτι σπάνιο: να γεφυρώσουν τον ευαίσθητο κόσμο της τέχνης με τον πραγματισμό του κόσμου της πολιτικής. Και τι λένε αυτά τα λόγια; «Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά/ μα ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας. Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά/ κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας».
Όταν, ωστόσο, φάνηκε πως «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα», οι ακροατές τού είπαν εκνευρισμένοι «να φύγει μουδιασμένα». Αφού ο Άγγελος «δεν είχε νέα ευχάριστα να πει/ καλύτερα να μη μας πει κανένα». Μια απόδειξη πως η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται, συχνά, πολύ πιο περιγραφική και πολύ πιο ισχυρή από κάθε πολιτικό επιχείρημα. Καθώς, μάλιστα, ο Διονύσης δεν αρνήθηκε ποτέ την πρόκληση της αμφισβήτησης, έγινε πυροδότης προβληματισμού και στα δύο αυτά επίπεδα: από τη μία πρωτοπόρος στους δρόμους του πενταγράμμου και αιρετικός στα σχόλιά του και από την άλλη ένας πατριώτης που αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά, μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του γλυκού αφηγητή και πότε του επικριτή κάθε λάθους του κράτους ή του πολίτη, ώστε η στάση του να μετατρέπεται σε έναν αόρατο συντελεστή στην εξίσωση της δημοκρατίας.
Δεν ήταν, πάντως, μόνο η δημόσια συμπεριφορά του Διονύση που νιώθω να ενώνουν στο πρόσωπό του την τέχνη με την πολιτική. Αυτός που, θυμίζω, δεν δέχτηκε ποτέ δημόσιες θέσεις ή αξιώματα.
Ήταν και το μήνυμα της ενότητας και της κοινότητας των Ελλήνων, που διέτρεχε το έργο και τη δράση του. Πάντοτε με «χορούς κυκλωτικούς» και με την αγάπη, όπως έλεγε, να είναι στο τέλος «η μεγάλη ανάσα όλων μας». Αλλά όχι μόνο… Γιατί όλα τα παραπάνω τα συνόδευε η αίσθηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στο σύνολο, κάτι που εξομολογείται τρυφερά ο ίδιος στις τελευταίες λέξεις του αυτοβιογραφικού βιβλίου του. Γράφει: «ο κόσμος με έχει πικράνει τόσο πολύ, που λέω να τα παρατήσω όλα. Μετά σκέφτομαι πάλι ότι αυτό το επάγγελμα που διάλεξες, μόνος σου το διάλεξες. Ουδείς σε υποχρέωσε. Εσύ αποφάσισες να ζεις με τον κόσμο». Ένα αντάμωμα που ήταν εξ αρχής το όνειρό του.
Ήταν σίγουρα μια απόφαση παντοτινή. Γιατί με τον κόσμο θα ζει ο Σαββόπουλος και στο εξής, ανήκοντας στους λίγους που ενώ ψυχαγωγούν, με τον τρόπο τους μας καθορίζουν. Έτσι, άλλωστε, διεύρυνε τους ορίζοντες των ήχων και των στίχων, για να καταστεί τελικά ο χρονογράφος του νεοελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα. Γι’ αυτό και η κληρονομιά του δεν αποτελεί μόνο ένα τεράστιο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής μας ιστορίας, αλλά και ένα κομμάτι πλέον της συλλογικής μας μνήμης.
Νιόνιο μας, δεν θα σε αποχαιρετήσω με ένα απλό αντίο, όσο με ένα μεγάλο ευχαριστώ στο όνομα τόσων γενιών που σφράγισε η διαδρομή σου. Για να σου πω επίσης ότι από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος θα πιάνει μία κιθάρα για να κάνει την αλήθεια του μουσική. Αλλά και σε κάθε συγκυρία που θα μας καλεί να κοιταχτούμε στον εθνικό μας καθρέφτη, με τα καλά μας και τα στραβά μας, για να συμφιλιωθούμε με τους εαυτούς μας.
Πάνω απ’ όλα, όμως, για να διακρίνουμε τις ξεχωριστές αρετές των Ελλήνων, εκείνων που θα «σηκώσουν την ψυχή μας» για να «δώσουν ρεύμα» στην κοινή μας πρόοδο. «Να γίνουμε αληθινοί», αυτός, άλλωστε, ήταν και ο στόχος σου ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη. Μία παρακαταθήκη που αξίζει να μας οδηγεί και για την οποία, μαζί με το τεράστιο μουσικό σου έργο, θα νιώθουν σίγουρα υπερήφανοι η αγαπημένη σου Άσπα, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου.

Ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε στίχους του Διονύση Σαββόπουλο από τον Άγγελο - Εξάγγελο, «γιατί αποτελούν ευθύ και δημόσιο λόγο. Πετυχαίνουν να ενώσουν τον ευαίσθητο χώρο της τέχνης με τον πραγματισμό της πολιτικής».
«Τα νέα που μάς έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας
Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας
Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και τού ’παμε να φύγει μουδιασμένα
Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μη μάς πει κανένα Μια απόδειξη ότι η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται πολύ πιο ισχυρή».
Σακελλαροπούλου: Τραγούδησες για εμάς, το έθνος, τον λαό και την ιστορία
«Τραγούδησες για εμάς, το έθνος, τον λαό και την ιστορία, την παράδοση και το μοντέρνο, τη σύνδεση Ανατολής και Δύσης», είπε η τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
«Το έργο σου δεν είναι μόνο μια μουσικά αποτυπωμένη ιστορία του τόπου μας», είπε, λέγοντας ότι έγινε, ήταν και παρέμεινε αληθινός μέχρι τέλους, όπως υποσχέθηκε όταν άφησε τη Θεσσαλονίκη. «Δεν σύρθηκες από το κοινό σου, ήσουν πάντα μπροστά ακόμη και απέναντί του», είπε, προσθέτοντας ότι στάθηκε όρθιος με αξιοπρέπεια, με το κεφάλι ψηλά, με την Άσπα, τη σύζυγό του, πάντα δίπλα του.
«Και ήρθαν τα χρόνια τα τελευταία, της ασθένειας με τις φιλόξενες βραδιές, τους φίλους και τις αναμνήσεις, την πληρότητα της ζωής και την πίστη σου όλα είναι εδώ, τίποτα δεν χάνεται», είπε. «Θα σου την προσέχουμε την Άσπα, να είσαι σίγουρος. Καλό ταξίδι Διονύση αγαπημένε», κατέληξε.
Σταμάτης Φασουλής: Ο Σαββόπουλος έπαιρνε το τίποτα και το έκανε άπαν
«Αφήνεις ένα ελληνικό τραγούδι πάμπλουτο. Το αγάπησες πολύ», είπε ο Σταμάτης Φασουλής, προσθέτοντας ότι μετέφερε τη ζωή στο τραγούδι. «Έπαιρνε το τίποτα και το έκανε άπαν», πρόσθεσε.
Δηλώνοντας συγκινημένος, ο Σταμάτης Φασουλής ανέφερε ότι δεν θέλει να κλάψει. «Δεν θα σου πω αντίο, θα σου πω καλή αντάμωση στο περιβόλι του ουρανού σου».

Σκαμπαρδώνης: Σου μεταφέρω την οδύνη και τον σεβασμό της Θεσσαλονίκης
«Αγαπητέ Διονύση, έρχομαι από τη Θεσσαλονίκη και σου μεταφέρω την οδύνη και τον σεβασμό της», ανέφερε ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
«Η μητέρα πόλη σε αποχαιρετά. Με τα ανεμισμένα της κάστρα που έψαλες, τα καΐκια, τα βεγγαλικά, τις χορωδίες, το πλήθος που βλέπει οπτασίες. Η γειτονιά σου η Ανάληψη σου γνέφει. Εκεί κοντά που είδες για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη να κρατάει ένα μικρό βιολί και να πετάει δέκα πόντους πάνω από το έδαφος. Οι παλιοί σου φίλοι, ο Μπάμπης ο Καλλιπολίτης, ο Τάκης ο Σιμώτας, οι παιδικοί σου φίλοι σε πικροχαιρετούν».
«Οι πνευματικοί γονείς είναι οι πιο αγαπημένοι», ανέφερε ο συγγραφέας, λέγοντας ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτασε στην Άθήνα με προϋποθέσεις στο μείον άπειρο και μπόρεσε και έφτιαξε ένα τόσο μεγάλο έργο. «Έζησες εδώ με την αγαπημένη σου Άσπα. Κι εδώ γεννήσατε τα παιδιά σας», είπε.
Αλκίνοος Ιωαννίδης: Ο Σαββόπουλος ανέδειξε το πολύτιμο, ανέβασε το επίπεδο της χώρας
«Σου άρεσαν οι γιορτές, τα μπουλούκια, τα συμπόσια, τα πανηγύρια. Τα χαιρόσουν», είπε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ενθυμούμενος ότι η πρώτη συναυλία που πήγε, ως παιδί στη Λευκωσία, ήταν του Διονύση Σαββόπουλου, όταν κανείς δεν υπήρχε.
«Μας ανέθρεψες, μας στήριξες, μας ελευθέρωσες. Μαζί με τους αγαπημένους σου δασκάλους, τον Μάνο Χατζηδάκη και τον Τσιτσάνη, ανέδειξες το πολύτιμο, ανέβασες το επίπεδο της χώρας συλλογικά και το επίπεδο του καθενός».
Επικαλούμενος τον αδερφό του, που του είπε ότι «ο Σαββόπουλος καταργεί το πένθος», ο Αλκίνοος Ιωαννίδης αναρωτήθηκε: «Γιατί έκλαψα τοσο; Για ποιον; Για σένα ή για μένα;». Παράλληλα, αναφέρθηκε στις αντιφάσεις του, λέγοντας ότι ήταν ένας ασκητής με ακριβά γούστα, ένας αμήχανος σοφός. «Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο εαυτός σου».
«Μόνο ένας απείθαρχος θα μπορούσε να φτάσει εκεί που έφτασες. Θέλαμε να σε εξηγήσουμε, ήσουν ανεξήγητος. Στην τελευταία σου συναυλία ήσουν πιο ευάλωτος και πιο σίγουρος από ποτέ», είπε.
«Φεύγεις γιορτινός και αιώνιος αφήνοντάς μας τα ανεκτίμητα δώρα του περάσματός σου από τη γη», κατέληξε.
Γαλάνη: Το έργο του Σαββόπουλου είναι και θα είναι πάντα ολοζώντανο, νέο, αιώνια κληρονομιά μας
«Έχουν γράψει κι έχουν πει για σένα πανέμορφα πράγματα. Λόγια ψυχής. Τελικά κατάφερες και μας έκανες όλους ποιητές και ενωμένους. Πραγματικά ο κόσμος τα έχει πει όλα. Τα νιώθει όλα. Και πώς αλλιώς θα ήταν άλλωστε, αφού μας έχεις δώσει τέτοια δώρα. Θέλουμε με κάποιο τρόπο να σου ανταποδώσουμε αυτό το μεγάλο ευχαριστώ», είπε η Δήμητρα Γαλάνη.
«Το έργο σου είναι και θα είναι πάντα ολοζώντανο, νέο, αιώνια κληρονομιά μας. Εσύ θα λείπεις, θα μου λείπεις. Γιατί είσαι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα μου. Γιατί ο λόγος σου ήταν το πιο φωτεινό μονοπάτι της ζωής μου. Γιατί ήμουν εκεί στα γλέντια μας με τις κιθάρες και τα τραγούδια. Γιατί κρεμόμουν από το στόμα σου κάθε φορά που θα μιλούσες. Γιατί έφηβη στεκόμουν στην ουρά για να πάρω τον καινούριο σου δίσκο», είπε.
«Ξεκουράσου Διονύση, ήξερες ακριβώς τι θα παίξεις για τα παιδιά που θα έρθουν και θα κατανοούν όλο και καλύτερα την πολύτιμη λέξη σου για να μαθαίνουν πού πατούν και πού πηγαίνουν. Ποια είναι η ταυτότητά τους και για ποιο λόγο θα πρέπει να συνεχίσουν να αγαπούν και να είναι υπερήφανοι γι' αυτή τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την ταλαίπωρη πατρίδα».
Η Δήμητρα Γαλάνη απευθύνθηκε και στην Άσπα, την παιδική της φίλη, όπως είπε. «Έχεις τα παιδιά σου που θα σου απαλύνουν όσο γίνεται αυτό το τεράστιο κενό. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι και θα είμαι πάντα κοντά σου. Στο καλό πολυαγαπημένε μας Διονύση, σε ευχαριστούμε για όλα».

Διονύσης Σαββόπουλος: Ένα ανήσυχο πνεύμα που θα συνεχίσει να μας συντροφεύει
Η απουσία του Διονύση Σαββόπουλου αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όμως το έργο, τα τραγούδια και οι στίχοι του θα παραμείνουν ζωντανοί, συντροφεύοντας γενιές και γενιές. Από τα πρώτα του βήματα, φανέρωσε την αντισυμβατική του φύση, το ανήσυχο καλλιτεχνικό του πνεύμα και τη βαθιά του ανάγκη να εκφραστεί διαφορετικά. Από τις τολμηρές και πολιτικά φορτισμένες συνθέσεις των sixties έως τις διαχρονικές δημιουργίες που σημάδεψαν δεκαετίες, ο Σαββόπουλος υπήρξε πάντα ένα φωτεινό, πολυσύνθετο και ελεύθερο πνεύμα της ελληνικής μουσικής σκηνής. Ένας δημιουργός που κατάφερε να δώσει φωνή στις ανησυχίες και τις αναζητήσεις της ψυχής του τόπου.
Η ιστορία του ξεκινά στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Δεκεμβρίου 1944, σε μια Ελλάδα που μόλις έβγαινε από τη σκιά του πολέμου, κουβαλώντας πληγές αλλά και δίψα για φως. Με το γνώριμο χάρισμά του να μετατρέπει τα γεγονότα σε ζωντανές αφηγήσεις, είχε περιγράψει τη γέννησή του:
«Η πόλη ήταν ανάστατη, συγκοινωνίες δεν λειτουργούσαν και η μητέρα μου, ετοιμόγεννη, μεταφέρθηκε άρον άρον μέσα στην καλαθούνα μιας μοτοσικλέτας του ΕΛΑΣ ― ο οποίος ΕΛΑΣ είχε επιτάξει ένα σπίτι ακριβώς πίσω από το σπίτι μας ― κι ένας ΕΛΑΣίτης προθυμοποιήθηκε και την μετέφερε με κρότους και καπνούς στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκα άμα τη αφίξει», είχε αφηγηθεί το 2017, όταν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον τίμησε ως επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής.
Ανάμεσα στα στενά της Άνω Πόλης, στις αυλές με τα γιασεμιά και στις μελωδίες των πλανόδιων μουσικών, άκουσε για πρώτη φορά τη μουσική να γίνεται τρόπος ύπαρξης. Ένα παιδί φιλομαθές, ευαίσθητο και παρατηρητικό, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ένα σχολείο που, παρά την αυστηρότητα της εποχής, καλλιεργούσε ελευθερία πνεύματος και ανεξαρτησία σκέψης — αξίες που σημάδεψαν ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του.