«Έχετε διατελέσει αναπληρώτρια υπουργός Άμυνας και γνωρίζετε πολύ καλά ότι η ιστορία ναυπήγησης πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού στα ελληνικά ναυπηγεία ενίοτε υπήρξε εξαιρετικά πονεμένη. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι δυστυχώς ο Έλληνας φορολογούμενος επωμίστηκε ένα εξαιρετικά υψηλό τίμημα απόκτησης πλοίων, μόνο και μόνο για να λέμε ότι κρατάμε ζωντανά ναυπηγεία τα οποία τουλάχιστον στο παρελθόν δεν μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά και ούτε καν συνεπή στις δεσμεύσεις τους απέναντι στο Πολεμικό Ναυτικό» είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας στη Φώφη Γεννηματά στην τριτολογία του.

«Το γνωρίζει και ο κ. υπουργός πόσο επώδυνη είναι αυτή η ιστορία. Ακόμη δεν έχουμε παραλάβει την έβδομη πυραυλάκατο τύπου Ρουσσέν. Μιλάμε για ένα πρόγραμμα που είχε δρομολογηθεί πριν 20 χρόνια» προσέθεσε.

Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης για τις φρεγάτες ήταν σαφής: «επίτευξη του καλύτερου δυνατού κόστους και της μεγαλύτερης δυνατής ταχύτητας». «Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν επιλέγαμε ναυπήγηση πλοίου στην Ελλάδα το κόστος θα ήταν υψηλότερο και μάλιστα σε ναυπηγεία τα οποία δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν έχουν τη δυνατότητα να χτίσουν με αξιοπιστία ένα τέτοιο πλοίο. Πήραμε τη μεγαλύτερη δυνατή προστιθέμενη αξία, όπως το κάναμε και για τα Rafale, με πλοία τα οποία θα χτιστούν στη Γαλλία. Στη διαπραγμάτευση την οποία παραλάβαμε, το κόστος για τα δύο πλοία ήταν μεγαλύτερο από το κόστος που θα πληρώσουμε για τρία πλοία» τόνισε.

Τέλος, ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στη διαγραφή του κ. Μπογδάνου είπε: «Από την πρώτη στιγμή που εκλέχτηκα πρόεδρος της ΝΔ και σίγουρα από τότε που ανέλαβα πρωθυπουργός, ανέλαβα μια δέσμευση απέναντι στον ελληνικό λαό, να μην ξύνουμε τις πληγές του παρελθόντος αλλά να εργαζόμαστε για να τις επουλώσουμε. Και αυτή τη δέσμευσή μου κάνω πράξη, και όποιος ξεπεράσει τα όρια τα οποία θέτουμε ως παράταξη συνολικά σε αυτή την κατεύθυνση θα γνωρίζει ότι δεν έχει θέση στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ».

Επίσης υπογράμμισε ότι το προηγούμενο διάστημα δεν ικανοποιούσε την κυβέρνηση η πρόταση των Γάλλων και σημείωσε: «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος γνώστης των γεωπολιτικών ανακατατάξεων για να καταλάβει ότι μετά από αυτό το οποίο έγινε με τη συμφωνία με την Αυστραλία υπήρξε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα. Να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε πλοία σε πολύ καλύτερη τιμή, και την αρπάξαμε αυτή την ευκαιρία και πήραμε και μια αμυντική συμφωνία».

Ολόκληρη η τριτολογία του πρωθυπουργού έχει ως εξής:

“Σας οφείλω πράγματι, κα Γεννηματά, κάποιες απαντήσεις, διότι ασχολήθηκα δυσανάλογα στη δευτερολογία μου απαντώντας στον κ. Τσίπρα.

Δύο θέματα θίξατε, τα οποία θεωρώ ότι είναι σημαντικά. Το πρώτο αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους από το ’23 και μετά. Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής συζήτησης για την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας, έτσι ώστε να ξεφύγουμε από ένα ασφυκτικό πλαίσιο ποσοτικών στόχων το οποίο την τελευταία δεκαετία απεδείχθη παντελώς ανεπαρκές να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της ζώνης του ευρώ.

Είμαστε, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή αυτής της συζήτησης. Θα είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διαπραγμάτευση αυτή η οποία θα γίνει. Αφορά όμως συνολικά την πορεία της ευρωζώνης από εδώ και στο εξής. Προφανώς και αφορά χώρες όπως η Ελλάδα οι οποίες έχουν μεγάλο χρέος και θα διεκδικήσουμε σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία από αυτήν που μας παρείχαν οι προηγούμενοι κανόνες.

Μέρος, λοιπόν, της συζήτησης αυτής είναι το κατά πόσο υπάρχουν είδη δαπανών τα οποία ενδεχομένως θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό των στόχων για τους οποίους θα δεσμευτούμε. Ενδεχομένως, λοιπόν, οι αμυντικές δαπάνες οι οποίες όντως βαρύνουν δυσανάλογα χώρες όπως η Ελλάδα που λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης αναγκάζονται να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα στην άμυνα -δεν είμαστε Λουξεμβούργο, δεν είμαστε Δανία, υποχρεωνόμαστε να έχουμε αυτές τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να είμαστε ασφαλείς και να έχουμε ισχυρή αποτρεπτική δύναμη- μέρος, λοιπόν, της συζήτησης θα αφορά και τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε με διαφορετικό τρόπο δαπάνες που λόγω της θέσης μας, στην περίπτωση της Ελλάδος και όχι μόνο, είναι δυσανάλογα μεγάλες.

Το ίδιο ενδεχομένως θα μπορούσε να αφορά και τις δαπάνες του προσφυγικού. Είναι σωστή λοιπόν η παρατήρησή σας, σε αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε και είναι μια συζήτηση η οποία θα έχει και βάθος και διάρκεια. Και θα έχουμε την ευκαιρία, σίγουρα, να συζητήσουμε αναλυτικά και στο εθνικό κοινοβούλιο τις προτάσεις της κυβέρνησης ενόψει αυτής της εξαιρετικά κρίσιμης διαπραγμάτευσης, που εκτιμώ ότι θα ξεκινήσει εντός του 2022.

Ελληνική προστιθέμενη αξία και ναυπηγεία. Έχετε διατελέσει Αναπληρώτρια Υπουργός Εθνικής Άμυνας και γνωρίζετε πολύ καλά ότι η ιστορία ναυπήγησης πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού στα Ελληνικά ναυπηγεία ενίοτε υπήρξε εξαιρετικά πονεμένη ιστορία. Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι, δυστυχώς, ο Έλληνας φορολογούμενος επωμίστηκε ένα εξαιρετικά υψηλό τίμημα απόκτησης πλοίων μόνο και μόνο για να λέμε ότι κρατάμε ζωντανά ναυπηγεία τα οποία, τουλάχιστον στο παρελθόν, δεν μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά και ούτε καν συνεπή

στις δεσμεύσεις τους απέναντι στο Πολεμικό Ναυτικό.

Και το γνωρίζει πολύ καλά και ο Υπουργός, πόσο επώδυνη είναι αυτή η ιστορία και πόσο ακόμα δεν έχουμε παραλάβει την 7η πυραυλάκατο τύπου Ρουσσέν. Μιλάμε για ένα πρόγραμμα το οποίο είχε δρομολογηθεί πριν από 20 χρόνια.

Η επιλογή, λοιπόν, της Ελληνικής Κυβέρνησης για τις φρεγάτες -το τονίζω- ήταν σαφής: επίτευξη του καλύτερου δυνατού κόστους και της μεγαλύτερης δυνατής ταχύτητας. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι αν επιλέγαμε ναυπήγηση πλοίου στην Ελλάδα το κόστος θα ήταν υψηλότερο. Και μάλιστα σε ναυπηγεία τα οποία δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν έχουν την δυνατότητα να χτίσουν με αξιοπιστία ένα τέτοιο πλοίο.

Πήραμε, λοιπόν, μία απόφαση. Διαπραγματευόμαστε όμως και έχουμε συμφωνήσει -γιατί υπάρχουν και πράγματα τα οποία έχουν συζητηθεί σε επίπεδο Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αποτυπώνεται αυτό στη Συμφωνία αλλά θα γίνει πολύ πιο συγκεκριμένο όταν θα κλείσει η Συμφωνία οριστικά για τις Belharra- τη μεγαλύτερη δυνατή Ελληνική προστιθέμενη αξία, όπως το κάναμε και για τα Rafale, με πλοία όμως τα οποία θα χτιστούν στη Γαλλία.

Και μιας και μιλάμε για κόστος, κ. Τσίπρα, στη διαπραγμάτευση την οποία παραλάβαμε το κόστος για τα δύο πλοία ήταν υψηλότερο από το κόστος που θα πληρώσουμε για τρία πλοία. Γιατί έγινε αυτό; Είπατε δεν ήμασταν έτοιμοι πριν από ένα χρόνο. Ναι, δεν μας ικανοποιούσε η πρόταση των Γάλλων, δεν μας ικανοποιούσε. Δεν χρειάζεται δα να είναι κανείς μεγάλος γνώστης των γεωπολιτικών ανακατατάξεων για να καταλάβει κανείς ότι μετά από αυτό το οποίο έγινε με τη συμφωνία με την Αυστραλία υπήρξε μία ευκαιρία μεγάλη για την Ελλάδα να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε πλοία σε πολύ καλύτερη τιμή και την αρπάξαμε αυτή την ευκαιρία και πήραμε και μία αμυντική συμφωνία. Τι παραπάνω θέλετε να κάνουμε δηλαδή;

Και βέβαια, μιας και μιλάμε για ναυπηγεία, δεν χρειάζεται να θυμίσω την κατάσταση στην οποία παραλάβαμε συνολικά το ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο στην χώρα μας, να μην το θυμηθώ αυτό.

Η περίπτωση του Σκαραμαγκά, η οποία ευτυχώς φαίνεται να βαίνει προς ευτυχή κατάληξη -αποκτήθηκε από ένα σημαντικό Έλληνα εφοπλιστή και ελπίζω και εύχομαι ότι θα μπορέσει να αναβιώσει την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στην Ελλάδα- αποτελούσε ένα πρόβλημα το οποίο όχι απλά δεν το ακουμπήσατε, το κάνατε πολύ χειρότερο.

Το ίδιο ίσχυε και με την περίπτωση της Σύρου, από την  οποία με επισκέφτηκαν πριν από δύο-τρεις μέρες οι εργαζόμενοι. Ευχαρίστησαν την Ελληνική Κυβέρνηση για την βοήθεια που παρείχε.  Έχουμε σήμερα ένα ανταγωνιστικό ναυπηγείο στη Σύρο, ζουν 700 οικογένειες από αυτό το ναυπηγείο, το οποίο μπορεί και παρέχει εξαιρετικές υπηρεσίες για βασικές επισκευές στους Έλληνες πλοιοκτήτες.

Έχουμε και τη μεγάλη εκκρεμότητα της Ελευσίνας, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να συμμετέχει και αυτή στο χτίσιμο άλλων πλοίων, όχι φρεγατών -το τονίζω- μικρότερων πλοίων. Ενδεχομένως ναι, θα μπορούσαμε να έχουμε προστιθέμενη αξία από την Ελευσίνα.

Ο Σκαραμαγκάς θα μπορούσε βεβαίως να εμπλακεί σε επισκευές. Θυμίζω ότι οι ΜΕΚΟ -νομίζω τρεις από τις ΜΕΚΟ- χτίστηκαν στον Σκαραμαγκά. Θα μπορούσε, λοιπόν, ο Σκαραμαγκάς να εμπλακεί στο κομμάτι της αναμόρφωσης μέσης ζωής των ΜΕΚΟ.

Άρα θέλουμε προστιθέμενη αξία και για τα ναυπηγεία μας και πιστεύουμε ότι θα καταφέρουμε και τα τρία ναυπηγεία μας να τα κρατήσουμε ζωντανά. Και η Ελλάδα πρέπει να ξαναμπεί στη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα και μπορούμε να το κάνουμε. Έχουμε τους τεχνίτες, έχουμε τους ανθρώπους, έχουμε την ποιότητα, έχουμε τη γνώση, έχουμε την ανταγωνιστικότητα με άλλα λόγια.

Δεν θα ανταγωνιστούμε ποτέ την Τουρκία σε επίπεδο τιμών, ειδικά στις επισκευές, και δεν θα έπρεπε, αλλά σε επίπεδο σχέσης κόστους, ταχύτητας, χρόνου που μένει ένα πλοίο μέσα στο ναυπηγείο, πράγματα πολύ σημαντικά για έναν εφοπλιστή, ιδιοκτήτη πλοίων ο οποίος θα επιλέξει να επισκευάσει το πλοίο του σε ένα Ελληνικό ναυπηγείο. Και βέβαια το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον ένα ναυπηγείο Ελληνικό για να μπορεί να κάνει τις βασικές επισκευές του. Αυτός είναι ο σκοπός μας, λοιπόν, και αυτό είναι το σχέδιό μας.

Θα κλείσω με μία αναφορά σε ένα ζήτημα το οποίο θίξατε και οι δυο σας. Δεν θέλω να το αφήσω αναπάντητο. Αναφερθήκατε στη διαγραφή του κ. Μπογδάνου.

Κοιτάξτε να δείτε, από την πρώτη στιγμή που εκλέχθηκα Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και σίγουρα από τότε που ανέλαβα Πρωθυπουργός, ανέλαβα μία δέσμευση απέναντι στον Ελληνικό λαό: να μην ξύνουμε τις πληγές του παρελθόντος αλλά να εργαζόμαστε για να τις επουλώσουμε. Και αυτή τη δέσμευσή μου κάνω πράξη. Και όποιος ξεπεράσει τα όρια τα οποία θέτουμε ως παράταξη συνολικά σε αυτή την κατεύθυνση, θα γνωρίζει ότι δεν έχει θέση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας”.