Μήνυση κατά Μέσων Ενημέρωσης  που, όπως καταγγέλλει, τον στοχοποίησαν με προσωπικές επιθέσεις, υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης. Αφορμή αποτέλεσαν δημοσιεύματα που εστίαζαν στην περίοδο της θητείας του στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, και κυρίως σε έργα Πληροφορικής που εντάχθηκαν στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, ο κ. Πιερρακάκης γνωστοποίησε ότι θα προχωρήσει και σε κατάθεση αγωγής κατά των συγκεκριμένων ΜΜΕ, τα ποσά της οποίας θα διατεθούν στο Ταμείο Αρωγής Δημοσιογράφων. Όπως είπε, «πρέπει να ασκείται σκληρή και αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση – κάτι ευεργετικό – αλλά όχι με τρόπο που παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατικής αντιπαράθεσης».

Η παρέμβαση του υπουργού έγινε ως απάντηση στον πρόεδρο της Νέας Αριστεράς, Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος επανέφερε το θέμα των αναθέσεων έργων Πληροφορικής και των σχετικών ελέγχων. Ο κ. Πιερρακάκης έκανε λόγο για «σύμπτωση» μεταξύ της επίκαιρης ερώτησης Χαρίτση και των επιθέσεων από «ακροδεξιά Μέσα», όπως τα χαρακτήρισε.

Παρέθεσε επίσης αναλυτικά στοιχεία για τα 203 έργα που προκήρυξε η «Κοινωνία της Πληροφορίας», τονίζοντας ότι:

  • Στα 2/3 υπήρξαν πάνω από μία προσφορές,
  • Στο 1/3 υποβλήθηκε μία προσφορά, αλλά στα μισά εξ αυτών συμμετείχαν κοινοπραξίες,
  • Περισσότερες από 100 εταιρείες έλαβαν έργα,
  • Διενεργήθηκαν 26 έλεγχοι από το Ταμείο Ανάκαμψης και πλήθος άλλων ελέγχων από εθνικά και ευρωπαϊκά όργανα.

Ειδική μνεία έκανε στον έλεγχο της Επιτροπής Ανταγωνισμού για ένα έργο, τον οποίο –όπως είπε– προκάλεσε το ίδιο το Υπουργείο Ανάπτυξης μέσω σχετικής επιστολής. «Αν υπήρχε άλλος έλεγχος, θα το γνωρίζαμε. Όλα αυτά συνοδεύονται από επίσημη αλληλογραφία», τόνισε.

Απευθυνόμενος δε προς τον κ. Χαρίτση, διερωτήθηκε γιατί ως Υπουργός Ανάπτυξης επί ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε σε καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, όταν 13 έργα Πληροφορικής έλαβαν μόνο μία προσφορά.

Τέλος, αναφερόμενος στο θέμα του ΦΠΑ που έθεσε ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, ο υπουργός υπογράμμισε πως η ευρωπαϊκή οδηγία παρέχει δυνατότητα και όχι υποχρέωση για παρεμβάσεις στη φορολογική πολιτική. «Η προτεραιοποίηση γίνεται με βάση τον πραγματικό δημοσιονομικό χώρο, ώστε να μην επαναληφθεί το 2015», ανέφερε χαρακτηριστικά.