Πρόσκληση σε διάλογο απηύθυνε για ακόμα μια φορά στην Τουρκία και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθαρίζοντας πως είναι στο χέρι του Τούρκου προέδρου να επιλέξει μεταξύ της έντασης ή της συνεργασίας. Ο πρωθυπουργός επεσήμανε δε πως η Αγκυρα είναι εκείνη που θα υποστεί μεγαλύτερες συνέπειες σε περίπτωση γεωπολιτικών περιπετειών.

Ο Κυριακος Μητσοτάκης εμφανίστηκε σίγουρος πως η γειτονική χώρα δεν θα κλιμακώσει με θερμό επεισόδιο παρόλα αυτά «έχω μία υποχρέωση να πρέπει διαρκώς να ενισχύω -στα πλαίσια των δημοσιονομικών μας δυνατοτήτων- την αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας.

Την επόμενη εβδομάδα θα έρθουν στη χώρα μας τα πρώτα Rafale. Σημαντικότατη προσθήκη η οποία μας δίνει μία, θα έλεγα, υπεροχή τουλάχιστον ως προς τον τύπο του αεροπλάνου αυτού σε σχέση με την γείτονα χώρα.

Γνωρίζετε ότι έχει προχωρήσει το σημαντικότερο πρόγραμμα εξοπλισμού του Πολεμικού μας Ναυτικού και αναμένουμε και άλλες ανακοινώσεις να γίνουν σύντομα.

Έχουμε λοιπόν μία υποχρέωση, 10 χρόνια παρατημένες οι Ένοπλες Δυνάμεις ως απότοκο και της κρίσης, να τις θωρακίσουμε για τα επόμενα 30 χρόνια. Αυτές οι επενδύσεις δεν είναι επενδύσεις οι οποίες γίνονται με ορίζοντα μόνο την επόμενη τετραετία ή την επόμενη οκταετία.

Από εκεί και πέρα πιστεύω ότι η θεωρία της εξαγωγής της κρίσης, επιτρέψτε μου, είναι λίγο απλοϊκή. Γιατί το λέω αυτό; Μία χώρα που αντιμετωπίζει μία μεγάλη οικονομική κρίση δεν θέλει ταυτόχρονα να εμπλακεί και σε γεωπολιτικές περιπέτειες. Θα είχε ακόμα πιο δραματικές συνέπειες για το νόμισμά της, για τον πληθωρισμό, θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια στην τουρκική οικονομία.

Η στάση μας απέναντι στην Τουρκία δεν έχει αλλάξει. Η πόρτα του διαλόγου και η δική μου προσωπική δυνατότητα να συνομιλήσω με τον Πρόεδρο Erdogan υπάρχει πάντα. Υπάρχουν σημεία και πεδία στα οποία και σήμερα συζητάμε, παραδείγματος χάρη η τουριστική συνεργασία. Υπάρχουν πεδία, δηλαδή, τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε.

Αλλά τουλάχιστον σε αυτά τα οποία διαφωνούμε να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε πολιτισμένα, χωρίς ρητορικές εξάρσεις και χωρίς προβολές ισχύος οι οποίες τις πιο πολλές φορές, επιτρέψτε μου να πω, ενέχουν και ένα στοιχείο γραφικότητας αν όχι γελοιότητας».

Σχολιάζοντας το casus belli και την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σημείωσε ότι «το casus belli είναι μία πραγματικότητα που μας συνοδεύει από το 1995 και καλά κάνουμε και σε κάθε ευκαιρία το επισημαίνουμε.

Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο το casus belli, το πρόβλημα είναι η «Γαλάζια Πατρίδα» ως ένα αφήγημα προβολής κυριαρχίας το οποίο αμφισβητεί την Ελληνική κυριαρχία και τα Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Έχουμε υψώσει γραμμές άμυνας διπλωματικές αλλά και στρατιωτικές. Έχουμε χτίσει συμμαχίες με πάρα πολύ μεγάλη ισχύ. Αναφέρομαι στην Ελληνογαλλική Συμφωνία, στη Συμφωνία με τις ΗΠΑ…

Η Αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη είναι εξαιρετικά σημαντική,  όπως σημαντικός είναι και ο νέος νόμος που ψηφίστηκε από το Αμερικανικό Κογκρέσο με την υποστήριξη του γερουσιαστή Menendez, που ουσιαστικά καλύπτει όλες τις Ελληνικές ανησυχίες και ικανοποιεί όλα τα Ελληνικά αιτήματα.

Φυσικό είναι αυτό να προκαλεί μία νευρικότητα στην Τουρκία αλλά οι δικές μας συμμαχίες δεν στρέφονται κατά οποιουδήποτε. Θα το ξαναπώ: Ελλάδα και Τουρκία είμαστε γείτονες, θα είμαστε γείτονες για πάντα, είμαστε καταδικασμένοι από τη γεωγραφία να ζούμε μαζί και είναι στη χέρι της Τουρκίας να επιλέξει το δρόμο της συνεργασίας ή το δρόμο της έντασης. Είμαστε έτοιμοι και για τα δύο ενδεχόμενα, το έχουμε αποδείξει εξάλλου έμπρακτα».

Για το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης σχολίασε: Πιέζει μία χώρα η οποία έχει μία μεγάλη αποβατική στρατιά στις ακτές της και η οποία έχει εισβάλει στην Κύπρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η μόνη απάντηση που χρειάζεται να δώσω στο ζήτημα αυτό».