Το 1966 ετοιμαζόμουν να κάνω μια μεγάλη περιοδεία με 30 συναυλίες στη Σοβιετική Ενωση. Οι τραγουδιστές ήταν η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε τότε συμβόλαιο με ένα κέντρο στο οποίο εμφανιζόταν τα βράδια και δεν μπορούσε να έρθει μαζί μας. Ετσι, είχα αποφασίσει να πάρω στη θέση του τον Πουλόπουλο και γι’ αυτό κάναμε εντατικές πρόβες.
Κάποτε, ήρθε η ώρα να φύγουμε. Θα παίρναμε το πλοίο κάποια Δευτέρα από τον Πειραιά για Οδησσό. Την προηγούμενη Τετάρτη το πρωί, έκανα την τελευταία πρόβα με τον Πουλόπουλο και του είπα ότι το ίδιο βράδυ θα πάω να τον ακούσω στο κέντρο που τραγουδούσε κάπου στην Ακρόπολη. Πραγματικά, το ίδιο βράδυ πήγα με συντροφιά τους μουσικούς μου να τον ακούσουμε. Στο διάλειμμα μου είπε ότι θέλει να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Δεν θέλω να επεκταθώ εδώ στη συνομιλία που είχαμε, το γεγονός είναι ότι μου ανακοίνωσε ότι αδυνατεί να έρθει στην περιοδεία.
Πήγαμε τότε όλοι μαζί στο σπίτι του Μπιθικώτση που ετοιμαζόταν να φύγει για το κέντρο στο οποίο τραγουδούσε. Του διηγήθηκα την πολύ δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν, ότι δηλαδή δεν είχα ανδρική φωνή σε μια τόσο σημαντική περιοδεία.
Ομως κι εκείνος αρνήθηκε να έρθει και κατά τις 3 το πρωί, όπως ήμασταν όλοι μαζί, πήγαμε στο Σύνταγμα να πιούμε τον καφέ της απελπισίας. Για μένα, η πραγματική αιτία της άρνησης των δύο ερμηνευτών, όπως εξήγησα στους μουσικούς μου (Καρνέζη, Παπαδοπούλα, Διδίλη) ήταν η Ασφάλεια.
Τότε θυμήθηκα ότι ο Διδίλης πριν από λίγο καιρό μου είχε μιλήσει για ένα παιδί που δούλευε τσαγκάρης και το είχε ακούσει να τραγουδάει πολύ ωραία με την παρέα του στην ταβέρνα.
Ρώτησα τον Διδίλη αν τον ξέρει, αλλά εκείνος μου απάντησε αρνητικά. Θυμόταν όμως ότι έμενε κάπου στην Καισαριανή.
Πήγαμε λοιπόν στην Καισαριανή και βρήκαμε μια ΕΒΓΑ ανοιχτή. Ρωτήσαμε τον άνθρωπο στην ΕΒΓΑ αν ξέρει ένα παιδί που δουλεύει τσαγκάρης και έχει ωραία φωνή και εκείνος μας έδειξε το σπίτι του Καλογιάννη. Θα ήταν γύρω στις 4 το πρωί όταν χτυπήσαμε την πόρτα του σπιτιού του Καλογιάννη. Μας άνοιξε ο ίδιος και τα χάσε μόλις μας είδε. Του είπα: Είμαι ο Μίκης. Τη Δευτέρα η ορχήστρα φεύγει για 30 συναυλίες στη Σοβιετική Ενωση. Εμαθα ότι έχεις πολύ ωραία φωνή. Θέλεις να έρθεις μαζί μας;
– Και βέβαια θέλω, απάντησε ο Αντώνης.
– Ομως, του είπα, για να σε πάρω, θέλω τρία πράγματα:
- Να βγάλεις αμέσως διαβατήριο χωρίς να πεις σε κανένα γιατί το θέλεις.
- Να κάνεις πρόβες την Πέμπτη, την Παρασκευή και το Σάββατο το πρωί.
- Να τραγουδήσεις μπροστά σε κοινό. Θα μαζευτούν οι Λαμπράκηδες μια από αυτές τις μέρες στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά (με το οποίο τότε είχα μεγάλη συνεργασία) και θα τραγουδήσεις μπροστά τους.
Στο μεταξύ άρχισα να σκέφτομαι, ότι αν πραγματικά είχε ανακατευτεί η Ασφάλεια όπως πίστευα, θα εμπόδιζε και τη Μαρία. Τη ρώτησα αν έχει διαβατήριο και μου απάντησε ότι είχε κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες και ότι θα της το έδιναν Σάββατο πρωί.
Γεμάτος ανησυχία, επικοινώνησα μαζί της το Σάββατο το πρωί και μου είπε ότι δεν της το έδωσαν τελικά. Εγώ τότε ήμουν βουλευτής της ΕΔΑ. Με την ιδιότητά μου αυτή, αν και το αρμόδιο υπουργείο ήταν κλειστό, έφτασα ως το γραφείο του υπουργού, που δεν είμαι σίγουρος αλλά νομίζω ότι λεγόταν Ζαΐμης.
- Είμαι ο Μίκης Θεοδωράκης, του είπα.
Αυτός όταν με είδε να μπαίνω θυμωμένος, τα ‘χάσε και μου είπε:
– Τι ψηλός που είστε…
– Παρακαλώ, θα ήθελα να σας ενημερώσω για μια υπόθεση. Τη Δευτέρα το πρωί φεύγω με την ορχήστρα μου για συναυλίες στη Σοβιετική Ενωση και οι υπηρεσίες σας δεν δίνουν διαβατήριο στη Μαρία Φαραντούρη.
-Γιατί;
– Ρωτήστε τους!
Ο υπουργός κάλεσε τον αρμόδιο στο γραφείο του. Η απάντηση του αρμόδιου ήταν ότι από τη στιγμή που ο Ζαχαριάδης είπε ότι «έχουμε το όπλο παρά πόδας», δεν δίνανε διαβατήρια για τη Σοβιετική Ενωση, από φόβο μήπως οι… ταξιδιώτες πάνε στο αντάρτικο γυρίζοντας στην Ελλάδα. Εβαλα τα γέλια.
– Γιατί γελάτε κ. Θεοδωράκη;
– Μα σοβαρά φοβάστε ότι η Μαρία θα βγει στο αντάρτικο; Σας δίνω τον λόγο μου ότι θα τη φέρω πίσω!
– Μπορείτε να το βεβαιώσετε εγγράφως;
Κάθισα στο γραφείο του και έγραψα τη σχετική βεβαίωση και έτσι πήρα το διαβατήριο της Μαρίας Φαραντούρη.
Το ίδιο απόγευμα, ο Καλογιάννης τραγούδησε μπροστά σε πολύ κόσμο που γέμισε το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Οπως ήταν επόμενο, είχε πάρα πολύ τρακ και οι μουσικοί δεν ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του.
Ομως για μένα ήταν φανερό τι δυνατότητες είχε και βεβαίως βασιζόμουν στο γεγονός ότι το ταξίδι μας με το πλοίο για την Οδησσό θα κρατούσε 4-5 μέρες και έτσι θα είχα πολύ χρόνο για πρόβες μαζί του, οπότε αποφάσισα ότι μπορούσε να έρθει μαζί μας.
Το ρωσικό πλοίο με το οποίο ταξιδέψαμε, είχε πιάνο στο σαλόνι του. Εκεί, εγώ με τον Αντώνη περάσαμε αυτές τις 4-5 μέρες κάνοντας συνεχώς πρόβες και έχοντας μοναδικούς ακροατές… Αιγύπτιους αξιωματικούς της αεροπορίας που πήγαιναν κι αυτοί στην Οδησσό.
Ετσι, από την ταβέρνα όπου τραγουδούσε με την παρέα του, βρέθηκε στις καλύτερες αίθουσες της ΕΣΣΔ και είχε μεγάλη επιτυχία.
Πολύ αργότερα, στα 1972, όταν ετοιμαζόμασταν να πάμε στην Αυστραλία, ο Αντώνης αρνήθηκε να έρθει μαζί μας λόγω του μεγάλου φόβου του για το αεροπλάνο.
Τότε κι εγώ ανέθεσα τον ρόλο του στον Πέτρο Πανδή, που ήρθε μαζί μας στην περιοδεία της Αυστραλίας ως λαϊκός τραγουδιστής!
Ετσι από την αδυναμία του Μπιθικώτση να συμμετάσχει στην περιοδεία στην ΕΣΣΔ προέκυψε ο Πουλόπουλος, από την άρνηση του Πουλόπουλου προέκυψε ο Αντώνης Καλογιάννης και τέλος από την αδυναμία του Καλογιάννη να ταξιδέψει μαζί μας στην Αυστραλία, προέκυψε ο Πέτρος Πανδής, που όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ξεκίνησε ως λαϊκός τραγουδιστής.
- Το άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη δημοσιεύεται στα Νέα