Με την πρόσφατη συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ως ιδρυτικού γεγονότος του νεοελληνικού Κράτους, αλλά, κυρίως ως κομβικού γεγονότος στη μακραίωνη και αδιάλειπτη πορεία του ελληνικού Έθνους, τροφοδοτήθηκε εκ νέου ο δημόσιος διάλογος και η σχετική ακαδημαϊκή παραγωγή, αναφορικά με τα αίτια και τις προϋποθέσεις της έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα καθώς και με τα αντίστοιχα κριτήρια ερμηνείας του, ως ιστορικού γεγονότος.

Πρωτίστως βεβαίως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821 είναι μια γιορτή. Η γιορτή κατά το ελληνίζειν, ως μια μεγάλη χαρά που κοινωνείται, μοιράζεται και μετέχεται από την κοινότητα, είναι ιερή. Συνεπώς είναι ανοίκειες προς το ήθος της γιορτής και προσβλητικές για το συλλογικό χαρακτήρα της, αλλά και για μεμονωμένους αγωνιστές του 1821, αναλύσεις που επικεντρώνουν π.χ., στο χαρακτήρα ενός αγωνιστή ως βωμολόχου, ή στο χαρακτήρα άλλου αγωνιστή ως δήθεν πλιατσικολόγου, αναλύσεις π.χ. για τη βιαιότητα της κατάληψης της Τριπολιτσάς. Πολύ περισσότερο, προσβάλλουν την ιερή μνήμη των αγωνιστών, ιστοριογραφικά ρεύματα και ερμηνευτικές απόπειρες που, «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες», εκκινούν από τη μηχανιστική εφαρμογή πολιτικών θεωριών και ανάγουν ως κύριο αίτιο, αίτιο κινούν την ιστορία, τις αλλαγές στην οικονομία και τη διαμόρφωση αντίστοιχης ταξικής συνείδησης, χωρίς την αναγνώριση ιδεαλιστικών στοχεύσεων και υψηλών ιδανικών όπως η ιδέα της ελευθερίας.

Έτσι διαβάζουμε (Κατσορίδας Δημήτρης, «Πρώιμη εργατική τάξη κατά την Επανάσταση του 1821»), βαθυστόχαστες αναλύσεις για το πώς «μέσα από την ανάπτυξη της ανερχόμενης αστικής τάξης και την ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες φτάνουμε στις κοινωνικές αντιδράσεις και τους ταξικούς ανταγωνισμούς που εκδηλώθηκαν από τα πληβειακά στρώματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης». Μαθαίνουμε ακόμα για το πώς «οι μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις από το ναυτεργατικό δυναμικό και από την πολυπληθή κατηγορία των φτωχών αγροτών, οι οποίοι, υπό την επιρροή των ριζοσπαστικών ιδεών του Διαφωτισμού, απέκτησαν εξεγερσιακή συνείδηση ενάντια στους Οθωμανούς, αλλά και ενάντια στις ανώτερες τάξεις των Ελλήνων προυχόντων και κοτζαμπάσηδων», ώστε να φτάσουμε στο ασφαλές συμπέρασμα και στην εμβριθή διαπίστωση ότι τελικά «οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι “οι από κάτω”, οι αδικημένοι, οι καταπιεσμένοι, όλοι αυτοί που αναδεικνύουν ότι η Απελευθέρωση ξεπηδά από τη δράση των ανθρώπων».

Όλες αυτές οι βερμπαλιστικές διαπιστώσεις θα εξαντλούντο στο επίπεδο της γραφικής ιδεοληψίας, αν δεν παρουσίαζαν σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα και σφάλματα. Κάθε επιστημονική προσπάθεια έχει ως βάση, ως εκκίνηση, ως κύριο εργαλείο τον ορθό λόγο. Ειδικά όμως οι ανθρωπιστικές επιστήμες -και σε αυτές ανήκει χωρίς αμφιβολία και η Ιστορία - δεν αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο αποκλειστικά ρασιοναλιστικά, μόνο ως homo natura, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, και ως homo cultura και θα μπορούσαμε να πούμε (κατά τον ορισμό του Cassirer) και ως homo symbolicus. Για τον ιστορικό, ο ορθολογισμός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος προσέγγισης της αλήθειας, ο ιστορικός δεν εργάζεται αποκλειστικά και μόνο με τη λογική, αλλά μπορεί να ενεργοποιήσει και να κινητοποιήσει πολλές περισσότερες ψυχοπνευματικές δυνάμεις και μάλιστα, επιδιώκει να πετύχει τούτο. Η λογική, η εξήγηση και το πείραμα είναι οι κυρίαρχες μέθοδοι επεξεργασίας της πληροφορίας στις θετικές επιστήμες, τόσο υπό την έννοια της κλασσικής δίτιμης λογικής όσο και υπό την έννοια των πλειότιμων λογικών. Κατά τον παλιό εκείνο διαχωρισμό που επιχείρησε ο Max Weber στις αρχές του 20ου αιώνα και έχει πλήρως επικρατήσει στην επιστημολογία και στη συνακόλουθη διάκριση των σχολών και των κατευθύνσεων στα πανεπιστήμια, οι επιστήμες διακρίνονται στις φυσικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Για τις τελευταίες ο Κ.Θ. Δημαράς χρησιμοποιεί τον πολύ ωραίο επιθετικό προσδιορισμό «ανθρωπικές» επιστήμες. Στις επιστήμες του ανθρώπου λοιπόν -είδαμε ότι σε αυτές ανήκει αδιαμφισβήτητα και η Ιστορία - δεν δρούμε απλώς εξηγητικά, δεν εξηγούμε, αλλά κατανοούμε και ερμηνεύουμε. Διακρίνουμε παραπέρα την ερευνητική διάσταση της επιστήμης της Ιστορίας και την εκπαιδευτική της διάσταση, και εδώ ανοίγει το δύσκολο πρόβλημα και η αντίστοιχη συζήτηση περί ιδεολογικοποίησης και εργαλειοποίησης της Ιστορίας, πρόβλημα στο οποίο δεν θα ήθελα να επεκταθώ τώρα και που πάντως και αυτό λύνεται με την επίκληση της αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξης του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντ., σύμφωνα με το οποίο «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό ... την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης». Είδαμε λοιπόν ότι ο ιστορικός εργάζεται ερμηνευτικώς. Ο όρος «ερμηνεία» ετυμολογικά προέρχεται από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο οποίος ήταν ο θεός των μη λογικών, των άλογων δυνάμεων στην αρχαία Αίγυπτο. Έτσι η ερμηνεία είναι μια πολυσύνθετη ψυχοπνευματική διαδικασία που περιλαμβάνει, επιπρόσθετα της λογικής, και τη φαντασία, τη διαίσθηση, την ενσυναίσθηση, την ενόραση, με άλλα λόγια, την ποιητική διάσταση των πραγμάτων. Όταν ο άνθρωπος είναι δημιουργός, όταν είναι ποιητής, δηλαδή, όταν μπορεί να δημιουργεί εικόνες, συνθέσεις και νέες ερμηνείες, τότε μπορεί να βρεθεί σε ετοιμότητα να εκδηλώσει αυτήν του τη δυνατότητα με τη βοήθεια της καλλιέργειας (culture) που διαθέτει. Η ερμηνεία, ως ψυχοπνευματική διαδικασία δεν περιγράφει απλώς ένα φαινόμενο ή γεγονός, δλδ μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, αλλά τα σημασιολογεί. Η ερμηνεία θέλει πάντοτε να πει ποια σημασία έχει για την ανθρώπινη ύπαρξη μια Α ή Β πραγματικότητα, μη ενδιαφερόμενη απλώς για τη δομή της ίδιας της πραγματικότητας. Η σημασία που εντοπίζει η ερμηνεία αντιμετωπίζοντας τον κόσμο, τον άνθρωπο και τη ζωή, ανοίγει απέραντες διαστάσεις πορείας μπροστά στην ύπαρξη. Η ερμηνεία μπορεί να πάρει ένα πέρα για πέρα δυναμικό χαρακτήρα και να διευρύνει δυναμικά τα όρια της ύπαρξης, ανάγοντας την σε άλλα επίπεδα. Πρωταρχική μέθοδος στα πλαίσια της ερμηνείας είναι η γραμματική, δλδ η γλωσσική ανάλυση των κειμένων ως ιστορικών τεκμηρίων. Δίπλα στη γραμματική, ακολουθεί η αυθεντική ερμηνευτική μέθοδος, η ανάλυση δλδ του πως εκφράστηκαν αυτά τα ίδια τα πρόσωπα, η δράση των οποίων εξετάζεται και πως τα ίδια νοηματοδότησαν τις ενέργειες που οδήγησαν στα υπό διερεύνηση ιστορικά γεγονότα.

Ξενίζει για παράδειγμα η επίκληση, ως εργαλείου ανάλυσης, συχνά μάλιστα αποκλειστικού, στατιστικών μεγεθών και οικονομοτεχνικών στοιχείων ως προς την οργάνωση και τον αριθμό των μέσων παραγωγής, στα πλαίσια μιας ιστορικοϋλιστικής προσέγγισης του επαναστατικού φαινομένου, όταν ο ερευνητής έχει στη διάθεσή του τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών των γεγονότων. Ξενίζει ομοίως η αόριστη επίκληση κοινωνικών όρων, ιδίως όταν οι όροι αυτοί είναι εντελώς εισαγόμενοι και δάνειοι, συχνά δε, όντας τέτοιοι, είναι χρονικά μεταγενέστεροι, σε κάθε δε περίπτωση, δεν ανταποκρίνονται στους ιστορικούς εθισμούς και στις γεωγραφικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες της υπό εξέταση κοινωνίας, μιας κοινωνίας που πάντως, από κάπου έρχεται και κάπου κατευθύνεται.

Ο Κολοκοτρώνης είναι αποκαλυπτικός: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό, τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλά ως σκλάβους. Ξενίζει τέλος όταν ο ιστορικός ερευνητής έχει στη διάθεσή του τα οργανωτικά κείμενα των πρωταγωνιστών, όπως για παράδειγμα τα κείμενα των πρώτων συνταγμάτων, των εθνοσυνελεύσεων ή των διακηρύξεων της ανεξαρτησίας, μέσω των οποίων οι επαναστάτες εκφράστηκαν αυθεντικά και δεν τα αναδεικνύει σε κυρίαρχο ερμηνευτικό εργαλείο.

Διαβάζουμε στη Διακήρυξη της Α Εθνοσυνελεύσεως στην Επίδαυρο το 1822: «Απόγονοι του σοφού καί φιλανθρώπου Έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων καί εύνομουμένων λαων της Εύρώπης καί θεαταί των καλων, τα όποια ούτοι ύπο τήν άδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα άπολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον να ύποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας καί εύηθείας τήν σκληραν του ’Οθωμανικού Κράτους μάστιγα, ητις ηδη τέσσαρας περίπου αιώνας επάταξε τας κεφαλας ήμων καί άντί του λόγου τήν θέλησιν ώς νόμον γνωρίσουσα, διώκει καί διέταττε τα πάντα δεσποτικως καί αύτογνωμόνως. Μετα μακραν δουλείαν ήναγκάσθημεν τέλος πάντων να λάβωμεν τα όπλα εις χείρας καί να εκδικήσωμεν εαυτούς καί τήν πατρίδα ήμων άπο μίαν τοιαύτην φρικτήν καί ώς προς τήν αρχήν αύτης άδικον τυραννίαν, ητις ούδεμίαν άλλην είχεν όμοίαν, η καν δυναμένην όπωσουν μετ’ αύτης νά παραβληθη δυναστείαν. Ό κατά των Τούρκων πόλεμος ήμων, μακράν του νά στηρίζεται εις άρχάς τινας δημαγωγικάς καί στασιώδεις η ιδιωφελείς μέρους τινος του σύμπαντος Ελληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του όποίου ή μόνη αιτία είναι ή άνάκτησις των δικαίων της προσωπικής ήμων ελευθερίας».

Ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε τα κείμενα αυτά ως κύρια ερμηνευτικά εργαλεία, σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο οι ιστορικοί να έχουν μετατραπεί σε λογιστές και τα ιστορικά εγχειρίδια να έχουν μετατραπεί σε πίνακες ισολογισμών, όπου εμφαίνονται πλήθος αριθμών και οικονομικών στοιχείων, από την τεχνική ανάλυση των οποίων ο ιστορικός οδηγείται σε έμμεσα συμπεράσματα, συχνά παραβλέποντας τις άμεσες, αυθεντικές εκφράσεις των γενεσιουργών αιτίων των υπό ιστορική διερεύνηση γεγονότων. Στα πλαίσια μιας τέτοιας ιστορικοϋλιστικής ανάλυσης το ιστορικώς δρων υποκείμενο υποβαθμίζεται σε απλώς έμβιο ον και εμφανίζεται να αδυνατεί να εκκινήσει από υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες. Στο πλαίσιο μιας ιδεαλιστικής προσέγγισης των ιστορικών φαινομένων και στο πλαίσιο της ερμηνευτικής με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, ο συμβολισμός κατέχει εξέχουσα θέση. Σύμβολο είναι αναγνωριστικό σημείο που φανερώνει μια αλήθεια ή μια πραγματικότητα. Προέρχεται από την αρχαία συνήθεια δύο φίλοι να κόβουν ένα αντικείμενο (π.χ. ένα όστρακο ή ένα κεραμικό δακτυλίδι) και σε ενδεχόμενη μελλοντική συνάντηση να ενώνουν τα δύο κομμάτια, να συμβάλλουν δλδ αυτά και έτσι να αναγνωρίζονται. Κατά συνέπεια, η συμβολική γλώσσα, ανάλογα με τη δύναμη και την αυθεντικότητα που έχει, οδηγεί τον άνθρωπο στη γνώση και στην αναγνώριση απρόσιτων, αποκλειστικά με τη λογική - περιγραφική γλώσσα, πραγμάτων. Η αναγνώριση που γίνεται με τη συμβολική γλώσσα, απαιτεί εντονότερη ζωή και αυξημένη λειτουργική ευαισθησία και ικανότητα της ύπαρξης. Με άλλα λόγια, απαιτεί ταλέντο, με τη γενική σημασία του όρου. Οι ιστορικοί είναι εξοικειωμένοι με τη γλώσσα των συμβόλων και η ανάδειξη χρονικών ορόσημων σε σύμβολα είναι απολύτως συμβατή με τους εθισμούς τους αλλά και τις στοχεύσεις τους.

Μια τέτοια περίπτωση είναι το χρονικό ορόσημο της 25ης Μαρτίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ανάλυση μας είναι η υποκριτική διχογνωμία ως προς το χρονικό και τοπικό σημείο έναρξης της Επανάστασης. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον Προύθο στη Μολδαβία στις 22-02-1821. Η αρχική πολεμική πράξη της επανάστασης έλαβε χώρα την προηγούμενη ημέρα, 21 Φεβρουαρίου, στο Γαλάτσι, όπου έγινε η πρώτη ένοπλη σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων, ενώ η σημαία, το λάβαρο της Επανάστασης υψώθηκε στο Ιάσιο, τρείς ημέρες αργότερα, δηλαδή στις 24-02-1821, στο ναό των τριών Ιεραρχών από το Μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν Κωστάκη (καταγόμενο από το γένος των Καντακουζηνών), σε μια συγκινητική θεία λειτουργία με το βυζαντινό τυπικό. Στη Μάνη και συγκεκριμένα στην Αρεόπολη, στις 17-03-1821 συγκεντρώθηκαν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί κηρύττοντας την έναρξη του αγώνα στο Μωριά. Στις 23 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, με τέχνασμα, απελευθέρωσαν την Καλαμάτα, χωρίς οι Τούρκοι να προβάλουν αντίσταση. Βάσει του σχεδιασμού του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει ταυτοχρόνως, την 25 Μαρτίου, του ίδιου έτους. Προφανείς πρακτικοί λόγοι, σχετιζόμενοι με το επίπεδο των μέσων επικοινωνίας της εποχής, την ανάγκη διαφύλαξης της μυστικότητας και του τακτικού πλεονεκτήματος, οδήγησαν στο γεγονός της έκρηξης της επανάστασης όχι ταυτόχρονα αλλά σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου ορίστηκε, ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, στου Όθωνα τα χρόνια, ως η επίσημη ημερομηνία εορτασμού του γεγονότος σε προφανή συμβολικό συσχετισμό με το θρησκευτικό ορόσημο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Μια τέτοια χρονική επιλογή δεν ήταν άσχετη με τη νοηματοδότηση που ήθελαν να δώσουν οι επαναστάτες. Τοποθετώντας χρονικά την έναρξη του Αγώνα την 25 Μαρτίου, οι σχεδιαστές της και οι πρωτεργάτες της αλλά και οι επίγονοί τους, συνέδεσαν την επανάσταση με ένα υπερβατικό στοιχείο, της έδωσαν μια ιερή αφετηρία και έτσι της προσέδωσαν την απαραίτητη μεταφυσική διάσταση. Όπως έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, « ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω». Έδωσαν όμως οι πρωτεργάτες της επανάστασης, κυρίως και προπάντων συνειδητά, και μια συμβολική διάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η εθνοαποδομητική άποψη που υποβαθμίζει το χρονικό ορόσημο της 25ης Μαρτίου θέλει να υποβαθμίσει αυτό το ίδιο το γεγονός της επανάστασης ως εθνικοαπελευθερωτικής. Είναι η άποψη που, υπό το πρόσχημα της δήθεν ιστορικής ακρίβειας, μόνο γκρεμίζει και δεν οικοδομεί, μόνο αποδομεί και δεν επαναδομεί, μόνο διαλύει και δεν αντιπροτείνει ένα συμβολικό ορόσημο που να συμπυκνώνει νοηματικά τα ψυχοκίνητρα των επαναστατών. Εξ ου και προσπαθεί απλώς να αμφισβητήσει την ημερομηνία, δεν αντιπροτείνει ημερομηνία εορτασμού, του εορτασμού νοουμένου ως εμπειρικής συμμαρτυρίας, ως επιβεβαίωσης της κοινής - εθνικής - συνείδησης (η διαμόρφωση της οποίας - ειρήσθω εν παρόδω - προηγείται χρονικά και λογικά της οποιασδήποτε υποτιθέμενης ταξικής τέτοιας).

Στα πλαίσια της ερμηνείας έτσι ιδωμένης, μετατρέπονται τα εμπειρικά δεδομένα σε νοητικές εικόνες για να αποσπαστούν από τη σημαντική του εμπειρικού κόσμου και να μετασχηματιστούν σε μέλη ενός νέου κόσμου σημασιών. Σε ένα κόσμο όχι απάνθρωπα ρασιοναλιστικό αλλά γεμάτο σημασιών και νοημάτων. Άλλωστε η ίδια η Επανάσταση για την οποία μιλάμε υπήρξε αποτέλεσμα ανορθολογικής επιλογής. Σε πείσμα των διεθνών συσχετισμών και του συστήματος που δημιούργησε το Συνέδριο της Βιέννης, σε πείσμα των στρατιωτικών, πληθυσμιακών και οικονομικών συσχετισμών, οι έλληνες αποφάσισαν να επαναστατήσουν το 1821. Ο Κολοκοτρώνης, αυθεντικά, δλδ γνήσια, το λέει παραστατικά: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη».

Προέταξαν οι επαναστάτες, άυλες αξίες έναντι της κοινής λογικής και του άμεσου υλικού συμφέροντος, αυτού που σήμερα ανάγεται σε αυτοτελές ερμηνευτικό κριτήριο από την ομάδα των εθνομηδενιστών ιστορικών. Η ανορθολογική εκείνη απόφαση τότε, είναι σήμερα η μεγάλη εθνική εορτή των Ελλήνων. Αυτή ακριβώς η ομάδα δίνει στην έννοια της αλήθειας, μια διαστρεβλωμένη διάσταση. Ξεκινώντας από τη ρήση του Διονύσιου Σολωμού ότι «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό, τι είναι αληθινό» υπονοούν την αλήθεια ως εμπειρική βεβαιότητα, ως νομοτελειακά δεδομένη αναγκαιότητα, ως χρηστική πληροφορία, ως γνώση επιβεβαιούμενη από το πείραμα και τους κανόνες των φυσικών επιστημών. Μόνο που ο Διονύσιος Σολωμός ήταν ιδεαλιστής και στο αληθινό έβλεπε το αιώνιο, το άφθαρτο, το αναλλοίωτο, αυτό που δεν υπόκειται στο νόμο της φθοράς επειδή ισχύει υπερχρονικά, υπερτοπικά και πανανθρώπινα. Όπως έχει επισημάνει ο Χάιντεγκερ, αλήθεια σημαίνει το αλησμόνητο, αυτό το οποίο δεν είναι κρυμμένο, το φανερωμένο. Με αυτή την έννοια χρησιμοποιεί και ο Παλαμάς την αλήθεια, λέγοντας στον ολυμπιακό ύμνο τη φράση «του μεγάλου, του ωραίου, του αληθινού».

Ο ποιητής του ύμνου εις την Ελευθερία, ο ποιητής των ελεύθερων πολιορκημένων, ο ποιητής που «άλλο δεν έχει στο νου του, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», στο αληθινό έβλεπε ιδέες, όπως βασικά τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας. Άλλωστε κάτι διαφορετικό, όπως το εννοούν οι αποδομητές ιστορικοί, θα ήταν πολύ πεζό για έναν ποιητή, θα ερχόταν σε αντίθεση με την ιδεαλιστική του κοσμοαντίληψη. Ο Σολωμός στην αλήθεια, ξεπερνάει τις φυσικές αναγκαιότητες, όπως έκαναν και οι ελεύθεροι πολιορκημένοι κάτοικοι του Μεσολογγίου, από τους οποίους εμπνέεται, ξεπερνάει τις βιοτικές ανάγκες και, αποβλέποντας στην επιδίωξη της μίμησης του «όντως υπαρκτού», δηλ. του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών, δεν ζητάει «απανταχού το χρήσιμον», το οποίο, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, «ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις».

Για τον ιδεαλιστή Σολωμό, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, ως εμβληματικές μορφές της επανάστασης, κατανικώντας το πρωτείο της χρησιμότητας, το οποίο δηλώνει υποταγή σε ενστικτώδεις ορμές εγωτικής αυτοσυντήρησης και μικρόψυχη έγνοια ατομικής εξασφάλισης, ανυψώθηκαν πάνω από το ταπεινό επίπεδο της υλικότητας. Σε μας τι μένει σήμερα, τι κρατάμε από τη σημερινή γιορτή, έχοντας μπροστά μας το παράδειγμα των επαναστατών προγόνων μας. Σε όσους επαγγελματικά θεραπεύουν την Ιστορία μένει η απαίτηση για συνέπεια ως προς τα ερμηνευτικά κριτήρια με αναγωγή στην αυθεντική έκφραση αυτών των ίδιων των πρωταγωνιστών, όπως η έννοια της συνέπειας και των ερμηνευτικών κριτηρίων αναλύθηκαν παραπάνω. Σε όλους μας δε, μένει η αίσθηση, ότι μπορούμε πράγματι να ξεφύγουμε από το ταπεινό επίπεδο της υλικότητας και να εξυψωθούμε στο επίπεδο των ιδανικών και των ιδεών, στο επίπεδο των άυλων αξιών. Με αφορμή λοιπόν τη γιορτή μπορούμε, υιοθετώντας δυναμική στάση ζωής, να αισιοδοξούμε. Είναι άλλωστε και η αισιοδοξία, μια άυλη αξία.

* LL.M. Heidelberg