Η είδηση έχει ως εξής: «Οι αγροτικές κινητοποιήσεις έχουν ξεκινήσει με συμβολικά μπλόκα σε όλη τη χώρα, καθώς, όπως τονίζουν οι διοργανωτές, προς το παρόν μετρούν δυνάμεις.» Δεν είναι αυτή η πιο συνηθισμένη είδηση όλων των εποχών στην Ελλάδα; Θα μπορούσε να είναι από εφημερίδα του 1984 ή από δελτίο ειδήσεων του 1996 ή από ειδησεογραφικό σάιτ του 2008… Έχουμε 2022 και είναι ακόμα εδώ, απαράλλαχτη στο μήνυμά της και πάντα, μα πάντα, εμφανίζεται Ιανουάριο ή Φεβρουάριο μήνα. Δεν έχουν τότε δουλειές οι αγρότες, βλέπετε.
Ως εκ τούτου, δεν μιλάμε επί της ουσίας για είδηση, δεν μιλάμε καν για ενημέρωση… Μιλάμε για υπενθύμιση, αφού εδώ έχουμε ένα γεγονός με τέτοια συχνότητα και συνέπεια που έχει γίνει κανονικό έθιμο… Σαν τα κάλαντα τα Χριστούγεννα και τα κόκκινα αυγά το Πάσχα. Οι δε «συμβολικές κινητοποιήσεις» δεν είναι παρά το αντίστοιχο της βόλτας στη Βαρβάκειο πριν αγοράσουμε τον οβελία.
Στην ίδια συνομοταξία «εθίμων» ανήκουν και οι καταλήψεις των μαθητών τον Σεπτέμβριο, οι απεργίες της ΟΛΜΕ πριν τις Πανελλήνιες και οι ζημιές στα αστικά κέντρα κάθε 17 Νοεμβρίου. Συνηθισμένα φαινόμενα όλα, με τις αγροτικές κινητοποιήσεις μάλιστα να είναι από τα πιο ακραία. Και αν νομίζετε πως τα μπλόκα των αγροτών δεν είναι ακραία μορφή κινητοποίησης, δοκιμάστε να ασκήσετε το συνταγματικό σας δικαίωμα να «σπάσετε» ένα.
Το κατά πόσο έχουν δίκιο οι αγρότες είναι κάτι άσχετο βεβαίως. Τα αιτήματά τους δεν θα έπρεπε να αφορούν την κοινωνία περισσότερο από τη νομιμότητα των κινητοποιήσεών τους. Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων: Μπορεί η δημόσια αντιπαράθεση επί ενός νόμου ή της κυβερνητικής πολιτικής εν γένει να έχει τη δική της σπουδαιότητα, αλλά δεν νομιμοποιεί την κάθε ακρότητα που μπορεί να την επιδιώκει. Αν ο Νόμος (με κεφαλαίο νι) εφαρμόζεται α λα καρτ, τότε καμία διαδικασία αλλαγής πολιτικής και, συνεπώς, καμία αντιπαράθεση ή επιχειρηματολογία δεν έχουν σημασία. Μάλιστα, ούτε η ίδια η κινητοποίηση έχει σημασία ως προς το κοινωνικό της περιεχόμενο. Δεν εισφέρει τίποτα στο σύνολο. Είναι απλός τσαμπουκάς, ο οποίος ενίοτε (και κατά κόρον στο παρελθόν) εξαγοράζεται, όπως τα μαγαζιά εξαγοράζουν την ησυχία τους από μαφιόζους.
Οι αγρότες βλέπετε, όπως μάλλον και όλοι οι κλάδοι, θέλουν να έχουν το προνόμιο να «αγωνίζονται» για τα δίκαιά τους χωρίς να έχουν το αντίστοιχο κόστος και, καθώς τους επιτρέπεται εδώ και πολλά χρόνια να το κάνουν, το αποτέλεσμα είναι όλο αυτό το κόστος να περνά στην κοινωνία. Για αυτό και αντί να έχουν πλέον τη συμπάθεια και την προσοχή του κόσμου, έχουν την αγανάκτησή του. «Και τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν προκειμένου να ακουστούν τα αιτήματά τους;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Η απάντηση είναι απεργία. Τι άλλο; Οι αγρότες, όπως και οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας ή υπάλληλος που θεωρεί ότι δεν εκτιμάται η δουλειά του, έχουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα απλά να σταματήσουν να εργάζονται.
Το αμέσως επόμενο ερώτημα βέβαια είναι αν θα έχει αποτέλεσμα μία αγροτική απεργία… Όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες απεργίες, κανείς δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων. Ίσως ναι, ίσως όχι. Πάντως, η σχέση των Ελλήνων με τα ντόπια αγροτικά προϊόντα και ο συντονισμός που διακρίνει γενικά το αγροτικό κίνημα επιτρέπει την κλίση προς το «ναι». Αλλά, είπαμε, θα υπάρχει κόστος σε κάθε περίπτωση: Απεργώντας, αντί να βγαίνουν στους δρόμους όταν τα χωράφια είναι παγωμένα, οι αγρότες θα ανταλλάξουν μία συνηθισμένη επαγγελματικά χρονιά με μία χρονιά ανυποχώρητου, τίμιου, κανονικού αγώνα. Με άλλα λόγια, θα ρισκάρουν όπως ρισκάρει ο οποιοσδήποτε απεργός, σε οποιοδήποτε ευνομούμενο κράτος, και όταν οι τιμές στον πάγκο της λαϊκής θα παίρνουν την ανιούσα για να ισορροπήσει η ζήτηση με την προσφορά των προϊόντων τους, τότε θα αναγκαστούμε να τους ακούσουμε.