Οι υπερβολές στο δημόσιο λόγο το μόνο που κάνουν είναι να του αφαιρούν αξία. Στην πολιτική βέβαια συνηθίζονται τα μεγάλα λόγια και οι τερατώδεις παραλληλισμοί, αλλά δεν χρησιμοποιούνται χωρίς κόστος: Όσο πιο πολύ ξεπερνιέται το μέτρο, τόσο περισσότερο καλλιεργείται η αδιαφορία για τα κοινά ανάμεσα στους πολίτες. Η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας, εν προκειμένω, εδώ και τρία χρόνια προσπαθεί να πείσει με διάφορους τρόπους το εκλογικό κοινό ότι έχουμε χούντα… Στο μεταξύ, αν ποτέ πετύχει κάτι ουσιαστικό με τη συγκεκριμένη επιμονή της, αυτό θα είναι η εξουδετέρωση των όποιων δημοκρατικών αντανακλαστικών έχουμε ως κοινωνία.
Κι αν με την αντιπολίτευση οι περισσότεροι Έλληνες είναι ήδη υποψιασμένοι και δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα όσα λέει, δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο με καθηγητές του κύρους του κ. Μαραντζίδη, ο οποίος στην τελευταία «Καθημερινή της Κυριακής» έγραψε σε άρθρο του, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η Ελλάδα οδεύει προς τη δικτατορία. Πού στηρίζει την εκτίμησή του; Σε δύο πράγματα: Πρώτον, στο «δείκτη ελευθερίας», όπως τον ορίζει μία ετήσια έκθεση δύο διεθνών ινστιτούτων (Cato και Fraser), σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έχει πέσει δύο θέσεις στη σχετική κατάταξη συγκριτικά με το 2018, καθώς τότε ήμασταν 54οι και τώρα είμαστε 56οι («με απλά λόγια, χειροτερεύουμε» γράφει χαρακτηριστικά), και δεύτερον, στη διαίσθησή του («Βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα, το νιώθουμε…»).
Σεβαστή η ανησυχία του καθηγητή, αλίμονο. Ωστόσο, το να λέει κάποιος δημοσίως ότι σήμερα δεν αισθάνεται τόσο ελεύθερος όσο πριν λίγα χρόνια και ταυτόχρονα να ξεχνάει εντελώς ότι όλος ο πλανήτης έχει σταματήσει να κινείται εξ αιτίας μίας άνευ προηγουμένου πανδημίας είναι, το λιγότερο, περίεργο. «Σε σχέση με το προηγούμενο έτος χειροτερεύσαμε στην κατηγορία της ατομικής ελευθερίας» αναφέρει. Χαίρω πολύ! Όσο για την απώλεια δύο θέσεων στη γενική κατάταξη των πιο ελεύθερων χωρών, φυσικά και δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι «χειροτερεύουμε». Μπορεί απλώς να έχουμε μείνει στάσιμοι και οι χώρες που μας προσπέρασαν να βελτιώθηκαν… Ή να βελτιωθήκαμε λίγο εμείς και πολύ περισσότερο οι άλλοι, σωστά;
Αλλά, εντάξει, ας πούμε ότι όντως χειροτερεύσαμε. Ακόμα κι έτσι, το άρθρο δεν παύει να έχει σοβαρά προβλήματα: Η διαίσθηση του κ. Μαραντζίδη μάλλον λειτουργεί με χρονοκαθυστέρηση, γιατί η φετινή έκθεση, με τους δείκτες ελευθερίας του 2021, χρησιμοποιεί δεδομένα από το 2019! Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις εκθέσεις της συγκεκριμένης σειράς (The Human Freedom Index)… Χρησιμοποιούν δεδομένα από δύο χρόνια νωρίτερα. Όταν λοιπόν ο κ. Μαραντζίδης γράφει ότι «το 2018, επί ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, η χώρα βρισκόταν δύο θέσεις ψηλότερα στην 54η θέση», προφανώς δεν ξέρει ότι και την φετινή 56η θέση, ουσιαστικά, επί ΣΥΡΙΖΑ την καταλάβαμε! Όσο για τη διαπίστωσή του ότι «η εξέλιξη στον χρόνο για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την κατάσταση των ελευθεριών είναι επιεικώς θλιβερή», μάλλον αγνοεί την έκθεση του 2017, η οποία χρησιμοποιεί βεβαίως τα στοιχεία του έτους που ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούσε να χτίζει το κράτος του (2015), όπου η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση, την 60η.
Όλα τα λάθη είναι συγχωρητέα βέβαια, αλλά η αλήθεια είναι πως από έναν καθηγητή πανεπιστημίου που μας έχει δώσει σημαντικές έρευνες, θα περίμενε κανείς περισσότερα. Πώς γίνεται να μην είδε ποιου έτους τα δεδομένα χρησιμοποιεί η μελέτη που επικαλείται; Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μαραντζίδης στο κείμενό του παραλληλίζει την περίοδο που ζούμε τώρα με την μετεμφυλιακή ελλειμματική δημοκρατία που οδήγησε στη δικτατορία του 1967 και τα επιχειρήματά του είναι μία μόνο μελέτη, συν η αίσθησή του περί ελευθερίας, μείον η χειρότερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 χρόνων. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν ξεχάσουμε τα επιμέρους λάθη, το συγκεκριμένο άρθρο είναι όλο ένα λάθος από μόνο του. Και, μιλώντας για υπερβολές, είναι σκόπιμο να μην ξεχάσουμε και τον τίτλο του: Ο τίτλος του άρθρου είναι «Χαίρε, ω Χαίρε, Ελευθεριά!»…!