Από την ώρα που μπήκαν στις ζωές μας τα social media, είδαμε απόψεις ακραίες και παράλογες, που παλιότερα ήταν διασκορπισμένες και δυσδιάκριτες μες στην κοινωνία, να συγκροτούν υπολογίσιμα ρεύματα διαμαρτυρίας, τα οποία με τη σειρά τους δημιούργησαν μία ετερόκλητη μεν αλλά συμπαγή μάζα αντισυστημισμού η οποία εμφανίζεται κατά καιρούς παντού σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και πολλές φορές επηρεάζει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις.
Τα μέλη αυτής της μάζας πηγαίνουν κόντρα σχεδόν σε οτιδήποτε προκρίνεται ως καλό ή αναγκαίο από την καθεστηκυία τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο, τίποτα δεν είναι υπερβολικό: Αν αύριο πει η κυβέρνηση πως τα εμβόλια μάς τελείωσαν, θα ξεχάσουν ότι είναι αντιεμβολιαστές και θα γίνουν οι αδικημένοι που δεν πρόλαβαν να εμβολιαστούν… Αν η επιστημονική κοινότητα ανακοινώσει ότι βρέθηκε η θεραπεία για όλους τους τύπους του καρκίνου, θα πουν ότι πρόκειται για κόλπο ώστε να θησαυρίσουν οι φαρμακοβιομηχανίες… Αν το δελτίο καιρού προβλέπει βροχές την ερχόμενη εβδομάδα, θα πουν ότι κάποιος θέλει να πλήξει τον τουρισμό μας κ.ο.κ…
Αυτή η συνεπέστατη στάση ενάντια σε κυριολεκτικά οτιδήποτε φέρει τη σφραγίδα του κατεστημένου είναι που κάνει τον αντισυστημισμό τόσο ευέλικτο και, εν τέλει, τόσο ανθεκτικό. Εδώ και δέκα χρόνια που οι κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις στην Ελλάδα πηγαίνουν κι έρχονται, οι μορφές του αντισυστημισμού αλλάζουν αλλά η κρίσιμη μάζα του μένει στα ίδια υψηλά επίπεδα. Από τους (πολλούς) Αγανακτισμένους της πλατείας μέχρι τους (λιγότερους) πολέμιους των εμβολίων, και από τους (πολλούς) ρωσόφιλους θρησκόληπτους της Β. Ελλάδας μέχρι τους ιερείς-αρνητές του κορωνοϊού που εκθέτουν την επίσημη Εκκλησία, η ελληνική κοινωνία έχει ένα πρόβλημα αντισυστημισμού που έχουν κι άλλες ανεπτυγμένες κοινωνίες, αλλά με μία διαφορά: τις εγχώριες ελίτ, που ρέπουν κι αυτές στον αντισυστημισμό, καθιστώντας τον έτσι ακόμα πιο ελκυστικό στον μέσο Έλληνα.
Συγκεκριμένα, επειδή το μέγεθος της αντισυστημικής μάζας δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, υπάρχει πάντα από δίπλα της και ο λαϊκισμός, τον οποίον δεν εκφράζουν μόνο πολιτικά κόμματα, αλλά ολόκληρα κομμάτια των «ανώτερων» οικονομικά και πνευματικά στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία υποτίθεται ότι υπάρχουν για να δείχνουν στους υπόλοιπους το δρόμο στα δύσκολα και, εν προκειμένω, στην κρίση της πανδημίας. Αντί αυτού, όμως, χαϊδεύουν αυτιά, αναπαράγουν συνωμοσιολογίες, πουλάνε επανάσταση: Κοινοβουλευτικά κόμματα, επαγγελματικά σωματεία με μέλη επιστήμονες και σύσσωμος ο καλλιτεχνικός κόσμος έχουν άποψη ως προς το γιατί πρέπει να σκίσουμε τα μνημόνια, γιατί η αστυνομία στα πανεπιστήμια μας σημαίνει χούντα, γιατί η πολιτεία πρέπει να κάνει το χατίρι του Κουφοντίνα, γιατί πρέπει να γίνονται απρόσκοπτα διαδηλώσεις και πάρτι μες στην πανδημία και άλλα τέτοια ηρωικά, και δεν έχει βρεθεί ένας επίσημος κοινωνικός φορέας έξω από το κυβερνών κόμμα – άντε και το ΚΙΝΑΛ – που να εκφράζει δυνατά και ξεκάθαρα άποψη αναφανδόν υπέρ των εμβολιασμών και που να θέτει τα μέλη του προ των ευθυνών τους για ένα ζήτημα που στην ουσία του, εδώ που τα λέμε, δεν είναι καν πολιτικό, για αυτό και δεν σηκώνει «διπλωματισμούς» και ουδετερότητες.
Ωστόσο, το ζήτημα γίνεται πολιτικό εκ των πραγμάτων, από τη στιγμή που οι παραπάνω κοινωνικοί φορείς καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας κρατούν αντιδραστική στάση, με πρώτο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και ταυτόχρονα η κρατούσα άποψη θεωρεί πως όσοι έχουν ενδοιασμούς για τον εμβολιασμό δεν πρέπει να προσεγγίζονται με στείρους υπολογισμούς και δεδομένα, αλλά με πειθώ ώστε τελικά να πάνε να εμβολιαστούν. Τούτων δοθέντων, ζητείται από την εκστρατεία υπέρ των εμβολιασμών να κάνει κάτι που δεν μπορεί: πολιτική. Το όφελος του εμβολίου, βλέπετε, δεν είναι κάτι συζητήσιμο. Είναι επιστημονικά δεδομένα. Το να παρουσιάζονται λες και είναι αντεπιχειρήματα στους διαφωνούντες, κάνει μάλλον τα πράγματα χειρότερα επικοινωνιακά, γιατί επαναλαμβάνονται σε διάφορους τόνους τα ίδια και τα ίδια (όπως ήδη συμβαίνει).
Κάποιοι λένε πως πρέπει αυτά τα δεδομένα να παρουσιαστούν στους ανεμβολίαστους με τρόπο ευνόητο και ελκυστικό ώστε να πειστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, και αυτό έχει μία βάση, μόνο που κάτι τέτοιο γίνεται ήδη στο gov.gr. Το να δοκιμαστεί κάτι καινούριο μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει – μπορεί και να αποτύχει και να ενισχύσει τη δυσπιστία προς το κράτος –, αλλά πόσο παραπάνω να βοηθήσει; Όπως είπαμε, η εμβολιαστική εκστρατεία δεν έχει να αντιμετωπίσει απλά τους γραφικούς αντιεμβολιαστές, δεν έχει να αντιμετωπίσει καν τους καχύποπτους ή φοβισμένους αναποφάσιστους, αλλά μία σοβαρή κοινωνική και πολιτική παθογένεια που έχει κάνει τους πιο σημαντικούς φορείς της κοινωνίας μας εκφραστές του αντισυστημισμού, καλλιεργώντας έτσι επί μακρόν την κοινωνική δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς του τόπου. Τα επιστημονικά δεδομένα για την ανάγκη να εμβολιαστούμε όλοι είναι κυριολεκτικά παντού για όποιον θέλει να τα δει, δεν είναι καθόλου δυσανάγνωστα, και η πολιτική αντιμετώπιση της δυσπιστίας απέναντι στο σύστημα θέλει κόπο και χρόνο που πολύ απλά δεν έχουμε.
Εν κατακλείδι, η εκστρατεία για τα εμβόλια πιθανόν να σηκώνει βελτιώσεις και, ναι, η κυβέρνηση έχει τις δικές της ευθύνες, ακόμα κι αν η κοινωνία είναι καχύποπτη ή εναντίον της, όπως πάντα ισχύει στη δημοκρατία. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη λέει πως έχουμε μία μεγάλη και απρόσμενη κρίση και οι μεγάλες κρίσεις αντιμετωπίζονται με υπερβάσεις που τους περιλαμβάνουν όλους, πολίτες και πολιτικούς, φορείς και άτομα, φοβισμένους και ατρόμητους, και, όπως είδαμε στην Ελλάδα όχι πολλά χρόνια πριν και βλέπουμε τώρα περίπου σε όλη την υφήλιο, αν η ίδια η κοινωνία δεν είναι διατεθειμένη να κάνει αυτές τις υπερβάσεις για να σωθεί, κανένας δεν μπορεί να τη σώσει για λογαριασμό της…