Εδρασε σαν «μάρτυρας του Ισλάμ» η κυρία με το κόκκινο καπέλο και την ασορτί μάσκα. Η παρουσία της δεν κίνησε την παραμικρά υποψία στο Μαξίμου: συστηνόταν ευπρεπώς σε όσους συναντούσε, τους έδινε την κάρτα της κ.λπ. Μέχρι που ήρθε η ώρα των ερωτήσεων και εκείνη (Αλάου ακμπάρ!) τράβηξε το κορδόνι του πυροκροτητή. Διότι σε καμία περίπτωση δεν λες δημοσιογραφική ερώτηση ένα κατεβατό καταγγελιών, οι περισσότερες ανυπόστατες, σε υστερικό τόνο, που ξεκινά με τη φράση «κ. Μητσοτάκη, πότε θα σταματήσετε να λέτε ψέματα;». Δεν ήταν το θέμα της ερώτησής της (οι επαναπροωθήσεις μεταναστών) εκείνο που προσέβαλε και προκάλεσε το επεισόδιο, αλλά το ανοίκειο και απαράδεκτο ύφος της. Η «ερώτησή» της ήταν η παράσταση ενός ακτιβιστή και η θέση της ήταν στο πεζοδρόμιο, όχι στη συνέντευξη τύπου δύο πρωθυπουργών ευρωπαϊκών χωρών.
Πώς, λοιπόν, μια ακτιβίστρια βρέθηκε σε ρόλο δημοσιογράφου μέσα στο Μαξίμου; Κατά την προετοιμασία της επίσκεψης, η ολλανδική πλευρά ζήτησε οι Ολλανδοί δημοσιογράφοι, που θα μετείχαν στη συνέντευξη, να είναι τοπικοί ανταποκριτές. (Να δοκιμάσουμε, σου λέει, την τοπική κουζίνα…) Βρέθηκαν τρεις ανταποκριτές, από την εδώ ολλανδική πρεσβεία, η οποία τους επέλεξε, εκ των οποίων όμως εμφανίσθηκε στη συνέντευξη μόνον η κ. Beugel. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να της δοθεί ο λόγος και η συνέχεια είναι γνωστή.
Η κυρία με το καπέλο είχε τους λόγους της (από προσωπικούς μέχρι ιδεολογικούς – δεν τους εξετάζω) για να προκαλέσει ένα διεθνές επεισόδιο και τα κατάφερε.
Ο διαπληκτισμός είναι σε άψογα αγγλικά, σε ψηφιακή εικόνα υψηλής ανάλυσης και εντυπωσιακός για την οξύτητα του ύφους, δηλαδή είναι πρώτης τάξεως τηλεοπτικό προϊόν, σύμφωνα με όλες τις προδιαγραφές για το διεθνές κοινό. Θα το δει πολύς κόσμος στο You Tube και τα socail media δεν έχω αμφιβολία. Τι θα κρατήσει, όμως, ο ευρωπαίος πολίτης που ανησυχεί για τις επιπτώσεις του Μεταναστευτικού στην καθημερινότητά του; Περισσότερο θα ταυτισθεί με έναν πρωθυπουργό που υπερασπίζεται τα σύνορα της χώρας του (και της Ευρώπης) παρά με μια ιδιόρρυθμη κυρία που έχει ένα προσωπικό θέμα και παραφέρεται. Ο ναρκισσισμός της την παρέσυρε τόσο εκτός ορίων, ώστε η ουσία του ερωτήματός της έπαψε να έχει σημασία. Όχι ότι τη νοιάζει ιδιαιτέρως αυτό – προσοχή θέλει η κυρία, τα άλλα είναι τα μέσα για να την προσελκύσουν.
Ο Μητσοτάκης έγινε έξαλλος, αλλά ο θυμός του βγήκε σε καλό. Έβαλε την κυρία στη θέση της, όπως της έπρεπε και με το μόνο ύφος που καταλάβαινε και, επιπλέον, έθεσε την προσπάθεια που κάνει η χώρα για την υπεράσπιση των συνόρων της μέσα στο ευρύτερο ζήτημα της προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων και του Μεταναστευτικού. Η επίθεση του έδωσε την ευκαιρία να εξηγήσει τη στάση της χώρας στο εσωτερικό και το εξωτερικό και εκείνος την αξιοποίησε άψογα. Δεν έχω αμφιβολία ότι οι επόμενες μετρήσεις θα το δείξουν. Ως προς την εσωτερική κοινή γνώμη, η απάντηση στην κ. Beugel ήταν για τον Μητσοτάκη ό,τι ήταν για τον Δένδια η αντιπαράθεσή του με εκείνο τον φίλο του τον Μεβλούτ, αν θυμάστε.
Εχει τη σημασία του ότι ακόμη και ο ΣΥΡ1ΖΑ, τουλάχιστον μέχρι χθες νωρίς το βράδυ, δεν είχε βρει τρόπο να υπερασπισθεί την ολλανδή ακτιβίστρια ή να επιτεθεί στον Μητσοτάκη για το περιστατικό, γιατί απλώς δεν υπήρχε αυτός ο τρόπος. Ο μόνος που πίστεψε το αντίθετο ήταν ο Νίκος Φίλης, ο οποίος δήλωσε ότι δεν προσβάλλεται από τα καταλόγισε στη χώρα η κ.Beugel, ούτε βέβαια από το ύφος της υστερικής επιθετικότητάς της. Για τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, η κυρία «είπε το αυτονόητο» και έδειξε στον κόσμο «πως οι ευρωπαίοι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους», ενώ ο Πρωθυπουργός την αντιμετώπισε «όπως ο Ντόναλντ Τραμπ». Αλλά ο Φίλης έχει τους προσωπικούς λόγους του για να σπεύδει να αναλάβει την υπεράσπιση μιας κυρίας σε κατάσταση υστερίας. Η δική του προθυμία να υπερασπισθεί τους «αλληλέγγυους» και τους άλλους επαγγελματίες του Μεταναστευτικού αντιπαραβάλλεται με τη σιωπή του Τσίπρα. Η προσήλωση του Φίλη, με άλλα λόγια, στις αξίες του 4% της παλαβής Αριστεράς αντιπαραβάλλεται με την προσπάθεια του Τσίπρα να διευρύνει το κόμμα προς το Κέντρο. Ηταν, δηλαδή, μια κίνηση στη σκακιέρα του εσωκομματικού παιχνιδιού τους.
(Του Στέφανου Κασιμάτη, από τη στήλη του “Πανδώρα” στα “Νέα”)