Παρευρισκόμενος κάποιος σε μια πλατεία της Τυνησίας, του Καΐρου, της Βεγγάζης, της Σαναά ή της Μανάμα στις αρχές του 2011, θα μπορούσε να πιστέψει ότι αυτές οι χαρούμενες, οικογενειακές μαζικές συγκεντρώσεις προμήνυαν μια σημαντική ειρηνική αλλαγή σε μια περιοχή που την χρειαζόταν απεγνωσμένα, και που μέχρι τότε σπάνια είχε συντελεστεί. Ήταν προτού οι βασιλείς-μονάρχες στρέψουν τα όπλα ενάντια στους διαδηλωτές· προτού η Ρωσία και οι αραβικές αντεπαναστατικές δυνάμεις σπεύσουν να υποστηρίξουν μια γερασμένη τάξη που δεν μπορούσε πλέον να σταθεί στα πόδια της, και προτού οι δυτικές δυνάμεις συνδράμουν φιλικά, ενώ κοιτούσαν από την άλλη· και προτού το Ιράν εισβάλλει για να εκμεταλλευτεί το πολιτικό κενό που άφησε η κατάρρευση του αραβικού κράτους. Ήταν προτού οι ελπίδες της καλοδεχούμενης καταιγίδας μετατραπούν σε ξεθωριασμένα όνειρα ή, πολύ χειρότερα, σε ζωντανούς εφιάλτες.

του Έρολ Ούσερ* 

Δέκα χρόνια μετά, τι έχει μείνει από τις εξεγέρσεις του 2011 στον αραβικό κόσμο; Για έναν αιώνα, αυτή η μετα-οθωμανική πλειάδα κρατών, που συνδέονται μεταξύ τους κυρίως χάρη στη γλώσσα και σε ορισμένες κοινές πολιτιστικές παραδόσεις, έχει έρθει αντιμέτωπη με δυσεπίλυτα προβλήματα, ένα μείγμα αποικιακών κατάλοιπων και εσωτερικών αντιφάσεων. Όλα αυτά τα έχω αναλύσει αλλού κάποια στιγμή. Εν προκειμένω, αρκεί να αναφέρουμε ότι οδήγησαν σε κρίσεις περί νομιμοποίησης των καθεστώτων τις οποίες οι άρχουσες τάξεις θα μπορούσαν να ελέγξουν απλά και μόνο παρέχοντας ασφάλεια, θέσεις εργασίας, υποδομές και υπηρεσίες ως μέρος ενός άγραφου κοινωνικού συμβολαίου.

Οι εξεγέρσεις έφεραν στο προσκήνιο αυτές τις πιέσεις, αναγκάζοντας αυτούς που έχουν την εξουσία να τις διαχειριστούν. Αντιπροσώπευαν μια ρήξη: όχι ως προς τη φύση του κρατικού συστήματος, αλλά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό και πώς οι ίδιοι οι άνθρωποι του αραβικού κόσμου το αντιμετωπίζουν.

«Γι’ αυτόν τον λόγο, μπορούμε να πούμε ότι, ενώ όλα στην περιοχή έχουν αλλάξει αμετάκλητα, τα πάντα –τουλάχιστον στα κράτη που υφίστανται– παραμένουν ως έχουν».

Ακόμα κι αν οι πιθανότητες για αλλαγή φαίνονται ισχνές, οι άνθρωποι έχουν αφυπνιστεί, τη στιγμή που τα αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής παραμένουν σε ισχύ, παρόλο που η ημερομηνία λήξης του έχει παρέλθει προ πολλού.

Η παλαιά τάξη πραγμάτων μπόρεσε να επιβιώσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω του αποτελεσματικού συνδυασμού εξαναγκασμού και συνεργασίας, και εν μέρει σε αυτό που οι μελετητές αναφέρονται ως «πρότυπο σταθερότητας» – ο υπολογισμός από τις δυτικές χώρες, τη Ρωσία και άλλες δυνάμεις του status quo που τα συμφέροντά τους εξυπηρετήθηκαν καλύτερα από τη σταθερότητα του αραβικού καθεστώτος. Για τις δυτικές χώρες, πριν από τις επαναστάσεις του 2011, η επένδυση στη σταθερότητα ήταν πολύ καλύτερη από την όποια ενθάρρυνση που θα ξεπερνούσε μια αισθητική αλλαγή της πολιτειακής κατάστασης. Επομένως, μεριμνούσαν ώστε οι ενέργειές τους για την προώθηση της δημοκρατίας, ακόμη και όταν υποστηρίζονταν από οικονομικά κίνητρα, να παραμείνουν ως επί το πλείστον σε ρητορικό και συμβολικό επίπεδο.

Οι εξεγέρσεις ήρθαν να αμφισβητήσουν αυτό το παράδειγμα, κλονίζοντας όχι μόνο τη σταθερότητα των καθεστώτων αλλά και την ιδέα ότι η σταθερότητά τους ήταν αμετάβλητη.

Αυτό που συνέβη από το 2011 είναι ότι τα αραβικά καθεστώτα έχουν αρχίσει να ανοικοδομούνται, φορώντας νέα πανοπλία για να αποτρέψουν και, εάν είναι απαραίτητο, να αποκρούσουν νέες λαϊκές προκλήσεις. Ταυτόχρονα, οι δυτικές δυνάμεις έχουν αρχίσει να ανασυνθέτουν το πρότυπο σταθερότητας που πιστεύουν ότι τους εξυπηρετούσε τόσο καιρό. Διαπίστωσαν τι θα μπορούσε να προκαλέσει συστημική κατάρρευση –με τη μορφή προσφύγων και την άνοδο τζιχαντιστικών ομάδων με διεθνικούς στόχους– με αποτέλεσμα να ενεργούν ώστε να αποτρέψουν την περιφερειακή αναταραχή που θα υπονομεύσει τις δικές τους κοινωνίες, εφαρμόζοντας σιωπηρά ξανά την αυταρχική διακυβέρνηση.

«Η περιοχή, συνεπώς, παραμένει κολλημένη σε έναν ανθυγιεινό κύκλο που μόνο μια πιο δραματική ρήξη θα μπορούσε να τερματίσει».

Για τα καθαυτό καθεστώτα, η σταθερότητα δεν είναι μέσο προς έναν σκοπό, αλλά αυτοσκοπός – είναι συνώνυμο της αυτοεκτίμησης. Τα μέσα προς αυτή την κατεύθυνση ισοδυναμούν με έναν ολοένα αυξανόμενο βαθμό καταστολής, καθώς οι προσπάθειες για συνεργασία μέσω ελέγχου χάνουν την αποτελεσματικότητά τους απέναντι σε καταστροφικές οικονομίες και, ενίοτε, σε περιορισμένους πόρους.

Ωστόσο, το φαινομενικό αδιέξοδο θέτει έναν προβληματισμό. Η αστάθεια στη σταθερότητα ως αυτοσκοπός μπορεί μόνο να επιταχύνει το αναπόφευκτο τέλος της σταθερότητας: το πάτημα του καπακιού της χύτρας θα ήταν σαν να ζητούσαμε από τις πολλαπλασιαζόμενες δυνάμεις εντός του σκεύους να το ανατινάξουν, ενώ το να σηκώσουμε λίγο το καπάκι και να επιτρέψουμε στο σκεύος να απελευθερώσει λίγο ατμό είναι σαν να επιτρέπουμε στο περιεχόμενό του να φουσκώσει και να χυθεί, καθιστώντας αδύνατη την επανατοποθέτηση του καπακιού. Συνεπώς, για τα περισσότερα από τα αυταρχικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου, ακόμη και η παραμικρή κίνηση προς τη μεταρρύθμιση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δική τους επιβίωση.

Ανεξάρτητα από το τι συνέβη σε μεμονωμένες αραβικές χώρες –οι εξεγέρσεις του 2011 πυροδότησαν μια σειρά αποτελεσμάτων– η περιοχή δεν έχει δει καμία ριζική αλλαγή εκτός από την αντίληψη των ανθρώπων για το τι μπορεί να πετύχουν.

«Μπορεί να το είχαν υποψιαστεί εδώ και καιρό, αλλά τώρα ξέρουν ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός· βλέπουν την εξουσία με την ωμή γύμνια της χωρίς στολίδια».

Το θέαμα αναγκάζει τους επίδοξους επαναστάτες να κάνουν τον δικό τους υπολογισμό: να πιέσουν ή να υποχωρήσουν και να περιμένουν μια καλύτερη μέρα; Η απάντηση περιστρέφεται γύρω από το κόστος της διαδικασίας: για τον εαυτό τους, τις οικογένειές τους, την περιουσία και τα προς το ζην τους, καθώς και την κοινωνική σταθερότητα.

Η θεμελιώδης αλλαγή που θα έχει διάρκεια απαιτεί δύο απαραίτητα στοιχεία. Το πρώτο είναι ένας αποφασιστικός λαός με επικεφαλής μια διαφορετική εμπροσθοφυλακή που μπορεί να εκφράσει τόσο την ελπίδα όσο και ένα συνεκτικό εναλλακτικό όραμα, το οποίο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα απόψεων και ευνοεί τη συμμετοχή. Το δεύτερο, αν και σε μικρότερο βαθμό, είναι ένα σύνολο ανεκτικών εξωτερικών δυνάμεων που είναι πρόθυμοι να στοιχηματίσουν ότι τα οφέλη του μετασχηματισμού της περιοχής θα αντισταθμίσουν τελικά την τις συνεχιζόμενες συνέπειες της διατήρησης του status quo. Για να επέλθει αλλαγή, το όραμα που προβάλλουν οι ηγέτες της αντιπολίτευσης ή οι διαδηλωτές –και η επακόλουθη ανακατανομή πόρων– θα πρέπει να επηρεάσει τις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ να εγκαταλείψουν τα καθεστώτα που στηρίζουν. Και πρέπει να πείσουν τις εξωτερικές δυνάμεις να μην δηλώνουν υποστήριξη στους συμμάχους τους όταν εκείνοι είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν.

Αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν σήμερα στον αραβικό κόσμο. Οι παλιοί άνθρωποι των πλατειών βρίσκονται είτε στη φυλακή είτε διασκορπισμένοι ή κουρνιασμένοι στα σπίτια τους· αρκετοί έχουν αποθαρρυνθεί, ακόμα κι αν πρόσφατα συνειδητοποίησαν τις δυνατότητές τους. Μόνο στο Ιράκ, στον Λίβανο και στην Αλγερία βλέπουμε σκόρπιες διαμαρτυρίες, οι οποίες βασίζονται στο ξεσηκωμό του 2019 –οκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα του 2011– και είναι μετρημένες λόγω του περιορισμού της κυκλοφορίας που έχει προκαλέσει η πανδημία. Όσο για τον έξω κόσμο, επικεντρώνεται σε πιεστικότερα προβλήματα και φαίνεται ότι θα επιθυμούσε απλά να εξαφανιστούν τα προβλήματα του αραβικού κόσμου. Εν τω μεταξύ, συνεχίζει να υποστηρίζει –αν και σε ορισμένες περιπτώσεις πιο απρόθυμα από άλλες– τις παλιές και αξιόπιστες, αν όχι πάντα αρεστές, δυνάμεις μιας κατ’ επίφασης σταθερότητας.

Ούτε τα συστατικά της αλλαγής είναι πιθανόν να εμφανιστούν όσο η περιοχή ταλανίζεται από διαχωριστικές γραμμές που μπορούν να διαταράξουν, να παραμορφώσουν και να απενεργοποιήσουν οποιοδήποτε λαϊκό κίνημα που προσπαθεί να συνασπισθεί. Μια τέτοια επίπτωση προέκυψε από τη σύγκρουση του Ισραήλ με την Παλαιστίνη και, όπως φαίνεται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με ορισμένα αραβικά κράτη, θα συνεχίσει να ισχύει. Η εξουσία του Ιράν έχει σκληρύνει τις άμυνες των αραβικών καθεστώτων, τα ώθησε σε νέες συμμαχίες (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) και τους προσέφερε άλλοθι για να καταστείλουν τα λαϊκά αιτήματα για αλλαγή. Η ίδια επίπτωση παρατηρήθηκε στη διαμάχη κατά πόσο το Ισλάμ μπορεί να ασκήσει εξουσία, επί του παρόντος έχει καταλαγιάσει στο Ιράν αλλά μαίνεται στον Αραβικό Κόλπο – κυρίως μεταξύ Κατάρ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, των οποίων οι βαθιές τσέπες επέτρεψαν να μεταφέρουν τον ανταγωνισμό τους σε πολιτικές, και μερικές φορές στρατιωτικές, μάχες σε ασταθείς χώρες στο Κέρας της Αφρικής και στη Βόρεια Αφρική, όπως η Σομαλία και η Λιβύη. (Πρόσφατα ανταγωνίστηκαν για τη στήριξη των επαναστατών στη Συρία, βάζοντας αντάρτες να πολεμήσουν άλλους αντάρτες· ο ελιγμός αυτός παύτηκε απότομα με την επέμβαση της Ρωσίας τον Σεπτέμβριο του 2015, η οποία τους έπεισε ότι η επένδυσή τους σε αυτές τις ομάδες δεν θα απόφερε τα οφέλη που ζητούσαν.)

«Οι τόσο έντονες διαιρέσεις, καθεμιά από τις οποίες –με τον δικό της τρόπο– αναφέρεται στον πυρήνα της ταυτότητας της περιοχής, αντιπαραβάλλουν τον θεμελιώδη μετασχηματισμό που τόσο απεγνωσμένα χρειάζονται τα αρτηριοσκληρωτικά κυβερνητικά της συστήματα».

Αν θέλουμε να πιστέψουμε την επικρατούσα κρατική ρητορική, το καθεστώς του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο υπερασπίστηκε τα κεκτημένα του, όχι από μια λαϊκή αντίσταση στην αυταρχική κυριαρχία του, αλλά από τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και την υποτιθέμενη παγκόσμια συνωμοσία της. Εν τω μεταξύ, η μοναρχία του Μπαχρέιν κατηγόρησε τους διαδηλωτές της Πλατείας Περλ ότι ήταν ιρανοί πράκτορες που σκόπευαν να αποσπάσουν το νησί –μια λωρίδα του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας κατά μήκος της γέφυρας– από την αραβική σουνιτική πτέρυγα. Στο Ιράκ και τον Λίβανο, η βασική καταγγελία των διαδηλωτών –η εκμετάλλευσή τους από τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις– επισκιάστηκε από τον ανταγωνισμό μεταξύ του Ιράν και της συμμαχίας των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.

Για όλους αυτούς τους λόγους, μολονότι μπορούμε να ανασύρουμε περισσότερα παραδείγματα λαϊκής αμφισβήτησης –τα ιστορικά αρχεία από το 2011 ως σήμερα το αποδεικνύουν–  μια αληθινή αραβική άνοιξη, υπό την ευρεία έννοια ενός θεμελιώδους μετασχηματισμού του τρόπου με τον οποίο κυβερνάται η αραβική επικράτεια, παραμένει μακρινό όνειρο.


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.