Γράφει ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗΣ

 

Τα ποσοστά που θα συγκεντρώσει στις επαναληπτικές εκλογές του 2023 θα καθορίσουν το πολιτικό μέλλον του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, όμως όλα δείχνουν πως το άστρο του θα δύσει πρόωρα.

Η εκλογή του τον Δεκέμβριο του 2021 γέμισε πολλούς στη Χαριλάου Τρικούπη με την ελπίδα ότι το ιστορικό κόμμα της κεντροαριστεράς θα μπορούσε και πάλι να πρωταγωνιστήσει στα δρώμενα της χώρας. Εναν χρόνο (και λίγους μήνες μετά) όλα δείχνουν πως ο Νίκος Ανδρουλάκης βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ του φοιτητικού παρελθόντος του και των Βρυξελλών όπου και στις δύο περιπτώσεις το παιχνίδι παίζεται με άλλους όρους.

Πίσω στην Ελλάδα επέλεξε να στηριχτεί σε παλαιούς συνοδοιπόρους του στο φοιτητικό κίνημα και πρόσωπα που καμία απήχηση δεν έχουν στην κομματική αλλά και κοινωνική βάση.

 

Αμφισβήτηση

Αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία του να επιβάλλει με αποφασιστικό τρόπο τους δικούς του όρους στο εσωτερικό του κόμματος –σπάζοντας αυγά– έχει επιτρέψει αρκετά πρόωρα να δημιουργηθεί πυρήνας αμφισβήτησης, ο οποίος εκδηλώθηκε κυρίως με τη στρατηγική που επέλεξε στην υπόθεση της Εύας Καϊλή.

Αυτό σε συνδυασμό με τις χαμηλές (δημοσκοπικές) πτήσεις που εν τέλει δείχνουν πως το ΠΑΣΟΚ θα «καθίσει» περίπου στα ίδια ποσοστά με της Φώφης Γεννηματά, η οποία παρέλαβε το κόμμα από το 4,68 για να το παραδώσει στο 8,1, φέρνουν τον Νίκο Ανδρουλάκη αντιμέτωπο με τον χειρότερό του εφιάλτη: ένα στραβοπάτημα αρκεί για να επιστρέψει το ιστορικό κόμμα στα ποσοστά του Ευάγγελου Βενιζέλου το 2015.

Το σενάριο αυτό μόνο απίθανο δεν είναι πλέον, ενώ και αξιόλογα στελέχη του κόμματος κλείνουν με βρόντο την πόρτα πίσω τους αρνούμενοι να ακολουθήσουν τη γραμμή του προέδρου.

Τελευταία αποχώρηση που καταγράφεται είναι εκείνη του Δημήτρη Κατσικάρη, ο οποίος προοριζόταν για το ψηφοδέλτιο της Β΄ Πειραιώς, αλλά όπως ο ίδιος έκανε γνωστό θα δώσει τη μάχη του από τη γραμμή της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Περιφέρεια Αττικής.

 

Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου

Την ίδια ώρα, κι ενώ πολλά από τα φαντάσματα του παρελθόντος, πρόσωπα με σκοτεινό ρόλο στα χρόνια της παντοδυναμίας του κόμματος, απειλούν να επιστρέψουν, στελέχη που συστρατεύθηκαν –εκτιμώντας ότι θα επιτευχθεί η οριστική κάθαρση που θα επιτρέψει την επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ– επιλέγουν να ιδιωτεύσουν.

Αλλά και μέσα στο κόμμα, εκλεγμένοι βουλευτές πλέον παίρνουν το παιχνίδι επάνω τους χαράσσοντας τη δική τους πολιτική στρατηγική με στόχο την επιβίωση στις κάλπες και έναν πρωταγωνιστικό ρόλο την επόμενη μέρα. Διόλου τυχαία είναι και η δήλωση του Ανδρέα Λοβέρδου, αντιπάλου του Νίκου Ανδρουλάκη στην εσωκομματική μάχη, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι «μέχρι τώρα κρατήθηκα εκτός γιατί ήθελα τον καινούργιο αρχηγό να μην τον δυσκολεύω με τις δικές μου παρεμβάσεις… Από σήμερα είμαι παίκτης γιατί πάμε σε εκλογές και θα είμαι μπροστά».

Εκείνοι που γνωρίζουν τον πρώην υπουργό δεν μεταφράζουν τη δήλωσή του ως αμφισβήτηση, αλλά ως μήνυμα πως ο χρόνος προσαρμογής τελείωσε μιας και τώρα προέχει το κόμμα. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Για τον ίδιο τον Ανδρουλάκη η πιο δύσκολη στιγμή δεν έχει φτάσει ακόμα. Είναι εκείνη κατά την οποία θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» εγκαταλείποντας το αφήγημα του τρίτου πόλου. Το πρόβλημα για εκείνον είναι πως καμία απάντηση δεν είναι σωστή για το εσωκομματικό ακροατήριο που είναι διχασμένο.