Στον δρόμο προς τις κάλπες του Νοεμβρίου και μετά την απόφαση του Τζο Μπάιντεν να αποσυρθεί από την κούρσα των προεδρικών εκλογών, οι ΗΠΑ και βέβαια οι Δημοκρατικοί έχουν εισέλθει οριστικά σε νέα φάση. Ο Αμερικανός πρόεδρος υπέκυψε στις πιέσεις που δεχόταν όλο αυτό το διάστημα και οι οποίες είχαν κλιμακωθεί, προερχόμενες ακόμη και από στελέχη των Δημοκρατικών. Η δε νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται φέρνει στο προσκήνιο την Κάμαλα Χάρις, ωστόσο παραμένει ανοιχτό το ποιος (ή ποια) θα την πλαισιώσει από τη θέση του υποψήφιου ή της υποψήφιας αντιπροέδρου.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη 

Πριν από αυτό βέβαια υπάρχει και το ζήτημα της υποψηφιότητας της ίδιας της Χάρις, αφού δεν έχει εξασφαλίσει ακόμη την υποστήριξη όλων των στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος. Ομως, από την άλλη πλευρά, έως σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια εναλλακτική υποψηφιότητα, συνεπώς παραμένει ως ακλόνητο φαβορί για το χρίσμα των Δημοκρατικών και τη μάχη απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εμφανίζεται ενισχυμένος ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, που έχει αφήσει παράλληλα σε δεύτερη μοίρα τις περιπέτειες που είχε με τη Δικαιοσύνη. 

Η περίπτωση Τζόνσον 

Η απόφαση Μπάιντεν για απόσυρση συνιστά μια ούτως ή άλλως θαρραλέα απόφαση, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε. Η τελευταία ανάλογη περίπτωση άλλωστε μας πηγαίνει πίσω στο 1968, όταν ο τότε απερχόμενος πρόεδρος Λίντον Τζόνσον παραχώρησε τη θέση του στον τότε αντιπρόεδρό του, Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Ο λόγος ήταν οι αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και πράγματι οι Δημοκρατικοί έχασαν την εκλογική μάχη από τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο, Ρίτσαρντ Νίξον. Εάν πάντως η Χάρις είναι αυτή που πράγματι θα αντικαταστήσει στην κούρσα με «έπαθλο» τα κλειδιά του Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο, τότε είναι πολύ πιθανό να επανέλθει στο προσκήνιο η εμπλοκή του Τραμπ με τη Δικαιοσύνη. 

Τούτο διότι η Χάρις έχει διατελέσει για πολλά χρόνια εισαγγελέας και πολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ θεωρούν ότι θα επιχειρήσει να εστιάσει την προεκλογική κριτική της κατά του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών ακριβώς σ’ αυτό το πεδίο. Στις δικαστικές δηλαδή διενέξεις και τις ποινικές υποθέσεις που μένουν ανοιχτές για τον τέως πρόεδρο και εκ νέου υποψήφιο, με πιο σημαντική από αυτές ασφαλώς την κατηγορία για υποκίνηση της εισβολής των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021. 

Δημοσκοπική μάχη 

Βέβαια, οι δημοσκοπήσεις πριν από την αλλαγή υποψηφίου στους Δημοκρατικούς δεν έδειχναν μεγάλες διαφορές, αφού ο Τραμπ είτε με αντίπαλο τον Μπάιντεν είτε με αντίπαλο τη Χάρις εμφανίζεται να έχει μικρό προβάδισμα. Εκτιμάται όμως ότι η Χάρις μπορεί να έχει μεγαλύτερη διείσδυση σε σχέση με τον Μπάιντεν μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων, ενώ μπορεί να υποστηρίξει ότι διαθέτει ως εν ενεργεία αντιπρόεδρος κυβερνητική θητεία και να ενισχύσει έτσι τη δημοτικότητά της, η οποία βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. 

Ασφαλώς αυτό σημαίνει ότι και ο Τραμπ είναι πλέον υποχρεωμένος να αλλάξει τη στρατηγική του απέναντι στην αντίπαλό του. Το εύκολο για τον τέως πρόεδρο και εκ νέου υποψήφιο είναι να υποστηρίξει ότι η Χάρις, ως αντιπρόεδρος, ήταν συνυπεύθυνη για τις πολιτικές επιλογές του Μπάιντεν, τις οποίες ο Τραμπ χαρακτηρίζει ως καταστροφικές. 

Η πρώτη του δημόσια αντίδραση, ωστόσο, ήταν μάλλον υποτιμητική απέναντι στην αντίπαλό του, ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα, σε προεκλογική του ομιλία, είχε αναφερθεί άκρως υποτιμητικά σε αυτήν, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, πως «κακαρίζει» και «πολλά μπορεί να καταλάβει κάποιος από τον τρόπο με τον οποίο γελά». 

Ούτως ή άλλως, ένα στοιχείο που μπορεί να κρίνει προς τη μία ή προς την άλλη πλευρά το αποτέλεσμα είναι ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν εκλέξει έως τώρα γυναίκα πρόεδρο, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Χίλαρι Κλίντον, η οποία ήταν υποψήφια απέναντι στον Τραμπ το 2016, όταν εκείνος κέρδισε δηλαδή την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο.