Όσοι γεννηθήκαμε στις παρυφές της δεκαετίας του ’60 νοσταλγούμε τα καλοκαίρια με τις βόλτες στις καλαμιές, τα μακροβούτια σε απέραντες μοναχικές ακρογιαλιές, μια φέτα καρπούζι κάτω από τον ίσκιο της ιτιάς, τη σιέστα δίπλα στο αρμυρίκι, τη λιγωμένη μυρωδιά του νυχτολούλουδου και της αρμπαρόριζας, το υποβρύχιο στο δροσερό νερό, το λιαστό χταπόδι με ούζο ή μπίρα, την άμμο ανάμεσα στις σελίδες του μυθιστορήματος της Ντόρις Λέσινγκ ή του Ιβάν Τουργκιένιεφ που ανακαλύπταμε τους χειμώνες.
Πόσα άλλαξαν από τότε; Νομίζω όλα – και πρώτοι εμείς· όλοι. 

Όλοι κοιτάζαμε τις αλλαγές που συντελούνταν με ταχύτητα σίφουνα, αλλά μάλλον δεν βλέπαμε ή δεν θέλαμε να δούμε, μέχρι που ο χρόνος μάς ξέβρασε στα βράχια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και πλέον όλα τα βλέπουμε σε μεγέθυνση και πρέπει κάτι να πούμε, κάτι να γράψουμε, κάποιον να κατακεραυνώσουμε, να καταραστούμε, να σταυρώσουμε, να αποκαθηλώσουμε. Βιαστικά, πρόχειρα, ανάλογα με το ρεύμα, όπου πάει το ποτάμι της οργής – εκβάλλει στη θάλασσα, εκεί που πλέον κολυμπούν όλα τα πορτοφόλια, αλλά κόντρα στους νόμους της φυσικής επιπλέουν τα βαρύτερα γιατί μπορούν να αγοράζουν έχματα. 

Και να θέλαμε τώρα να ρίξουμε στο σακίδιο ένα μαγιό, δυο τσίτινα φουστανάκια κι ένα βιβλίο δεν θα είχαμε τι να τα κάνουμε· όπου κι αν πάμε θα σκοντάψουμε σε φαραωνικά ανάκλιντρα, θα κουφαθούμε από τα ντεσιμπέλ των μπιτσόμπαρων, θα ψάχνουμε την πλησιέστερη πρίζα να φορτίσουμε το τάμπλετ, μόνο δυο κόκκινες γραμμούλες απομένουν στην ένδειξη μπαταρία, θα επιπλήξουμε το «παιδί» που έφερε τον φρέντο με κομμένο το αφρόγαλα και το μοχίτο με παραπανίσια δύο παγάκια – το βιβλίο θα χρησιμεύσει ως διάκοσμος πάνω στα λαδωμένα μπούτια για τη φωτογραφία που θα ανεβάσουμε στα σόσιαλ, οι «φίλοι» μας αμέσως θα διακόψουν τη συγγραφή λίβελων κατά των εργασιακών συνθηκών γαλέρας για να μας βάλουν χίλιες καρδούλες. Μεσοκαλόκαιρο φτιάχνουμε τις βαρυχειμωνιές μας…