Η Ελλάδα θα μπορεί να επιτυγχάνει τον στόχο της μείωσης του χρέους αναλογικά με το ΑΕΠ κατά 4% -5% τον χρόνο αν παράγει πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Στο ενδεχόμενο που η Ευρώπη αποφασίσει να ορίσει το «όριο ασφαλείας» του χρέους αναλογικά με το ΑΕΠ στο 100%, ζητώντας από τις χώρες που υπερβαίνουν το όριο να επιτυγχάνουν μείωση κατά το 1/20 της διαφοράς, η Ελλάδα θα χρειαστεί να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 5-5,5 δισ. ευρώ τον χρόνο για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, αρκεί το ΑΕΠ να συνεχίσει να αυξάνεται με έναν «ονομαστικό» ρυθμό της τάξεως του 2,5% σε ετήσια βάση.

Αν η Ευρώπη εισέλθει σε περίοδο πληθωρισμού τα επόμενα χρόνια, ο ελληνικός στόχος θα επιτυγχάνεται ευκολότερα, καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα μεγαλώνει τον παρονομαστή του κλάσματος (δηλαδή το ΑΕΠ) και θα μειώνει την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Για τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πιθανό ότι θα χρειαστεί να ξεπερνά το 2%-2,5% του ΑΕΠ. Με την πάροδο των ετών, όμως, αυτή η αναλογία θα μειώνεται, καθώς η Ελλάδα, λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους, πρακτικά έχει «κλειδώσει» τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους για αρκετά χρόνια. Αυτό δημιουργεί και την προοπτική παραγωγής «υπερπλεονασμάτων» με στόχο τη χρηματοδότηση φιλοαναπτυξιακών οικονομικών πολιτικών.

Με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας να βρίσκεται πλέον σε απόσταση αναπνοής (ουσιαστικά η… πρεμιέρα θα γίνει με τον ορισμό της γερμανικής κυβέρνησης και η κορύφωση τοποθετείται για την άνοιξη, οπότε θα έχουν πραγματοποιηθεί και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές), το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης «τρέχει» τις δικές του ασκήσεις επί χάρτου, αλλά και τις αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους, τα ευρήματα των οποίων θα χρειαστούν εν όψει των διαπραγματεύσεων του 2022. Τα σενάρια που «τρέχουν» είναι πολλά. Τα δυσμενέστερα κατεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης, ενώ λαμβάνουν υπ’ όψιν ακόμη και το ενδεχόμενο να καταπέσει σημαντικά το ύψος των εγγυήσεων που έχει χορηγήσει σήμερα το ελληνικό Δημόσιο (σ.σ.: συνολικά οι εγγυήσεις εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 20 δισ. ευρώ και ένα από τα δυσμενή σενάρια προβλέπει ότι θα καταπέσουν στα 7-8 δισ. ευρώ).

Από την άλλη, οι εκθέσεις βιωσιμότητας λαμβάνουν υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους, τα οποία στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία λειτουργούν υπέρ της Ελλάδας όσον αφορά τη «μάχη» για την παραγωγή όσο το δυνατόν χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Πρακτικά, η Ελλάδα, μετά τη δεκαετή περιπέτεια των μνημονίων, έχει γίνει μια από τις ελάχιστες χώρες διεθνώς που έχει «κλειδωμένο» ύψος τόκων και μεγάλη περίοδο αποπληρωμής του χρέους.

Ειδικά μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ό,τι και να γίνει με τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη (και την επίπτωση που αυτός μπορεί να προκαλέσει στα ευρωπαϊκά επιτόκια), είναι εξασφαλισμένο σε μεγάλο βαθμό ότι οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους δεν θα ξεπεράσουν τα 5-6 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ υπάρχει και το «ευνοϊκό» σενάριο, σύμφωνα με το οποίο το ποσό μπορεί να πέσει και κάτω από τα 5 δισ. ευρώ.

Προκύπτει επομένως ότι για τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους αλλά και για τον ορισμό των στόχων που θα πρέπει να επιτυγχάνει η Ελλάδα όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, ο πληθωρισμός… συμφέρει τη χώρα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους που λειτουργούν ως «ασπίδα» (όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να παράγει η χώρα) είναι τα εξής:

Σταθερά επιτόκια

1. Το επιτόκιο του ελληνικού χρέους είναι σταθερό για το 98,5% του χρέους. Στο τέλος Ιουνίου, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης διαμορφωνόταν στα 387,328 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 381,518 δισ. ευρώ τοκίζονταν με σταθερό επιτόκιο και τα 5,908 δισ. ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο επιτοκιακός κίνδυνος μειώθηκε ακόμη περισσότερο για τη χώρα, σε βαθμό εξάλειψης. Στο τέλος Ιουνίου του 2020, το συνολικό χρέος έφτανε στα 362,871 δισ. ευρώ, με το κομμάτι του χρέους με σταθερό επιτόκιο να διαμορφώνεται στα 350,17 δισ. ευρώ. Η αναλογία επομένως πριν από έναν χρόνο έφτανε στο 96,5% και μέσα σε έναν χρόνο ανέβηκε κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

Αυτό συνέβη διότι το κομμάτι του χρέους με το κυμαινόμενο επιτόκιο περιορίστηκε από τα 12,7 δισ. ευρώ στα 5,8 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις έναν χρόνο. Η απόλυτη εξασφάλιση της χώρας έναντι του επιτοκιακού κινδύνου (σ.σ.: ό,τι και να γίνει με τα επιτόκια τα επόμενα χρόνια, πρακτικά η επίπτωση στο συνολικό ύψος των τόκων θα είναι πολύ περιορισμένη) έχει δημοσιονομικό κόστος. Δεδομένης της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια, αν η Ελλάδα αποφάσιζε να γυρίσει σε κυμαινόμενο ένα ποσοστό του χρέους όχι μεγαλύτερο από το 20%, θα μπορούσε να μειώσει το συνολικό κονδύλι των τόκων ακόμη και κατά 1 δισ. ευρώ (σ.σ.: με το σταθερό επιτόκιο, το κόστος φτάνει περίπου στο 1,5%, ενώ με το κυμαινόμενο θα μπορούσε να είναι ακόμη και σχεδόν μηδενικό).

Ωστόσο, το γεγονός ότι το 98,5% του χρέους τοκίζεται αυτή τη στιγμή με σταθερό επιτόκιο λειτουργεί ως ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί της χώρας απέναντι στις αγορές και στους οίκους αξιολόγησης, που γνωρίζουν ότι αν ο πληθωρισμός υποχρεώσει τελικώς την ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, αυτό δεν θα έχει επίπτωση όσον αφορά το ύψος των τόκων που θα πληρώνει η χώρα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Βεβαίως, είναι πολύ πιθανό ότι οι όποιες νέες εκδόσεις γίνουν τα επόμενα χρόνια, μπορεί να έχουν «τσιμπημένο» κουπόνι σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Δεδομένου όμως ότι τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια τα ποσά χρέους που θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν είναι μικρά, η επίπτωση όσον αφορά το σύνολο των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους δεν θα είναι σημαντική.

Μακροπρόθεσμο προφίλ

2. Το μακροπρόθεσμο κομμάτι του ελληνικού χρέους (δηλαδή, αυτό που έχει περίοδο αποπληρωμής άνω των 5 ετών) καλύπτει το 75% του συνολικού ύψους του χρέους. Όσο για το βραχυπρόθεσμο -δηλαδή αυτό με ορίζοντα αποπληρωμής έως και έναν χρόνο-, ναι μεν εμφανίζεται υπέρογκο (φτάνει στα 53,05 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του Ιουνίου), ωστόσο αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα repos που συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), κάτι που σημαίνει ότι πρόκειται κυρίως για «εσωτερικό δανεισμό» του ενός δημοσίου φορέα στον άλλο. Η μεγάλη αναλογία του μακροπρόθεσμου τμήματος του χρέους, αλλά και η μακρά περίοδος αποπληρωμής ουσιαστικά διασφαλίζουν ότι θα είναι περιορισμένη η ανάγκη νέων εκδόσεων χρέους. Η καμπύλη χρέους δείχνει ότι μέχρι και το 2050, μόλις σε εννέα έτη οι ετήσιες ανάγκες για αποπληρωμή ομολόγων και χρεών υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ (σ.σ.: το 2022, το 2023, το 2026, το 2028, το 2030, το 2031, το 2033, το 2035 και το 2037).

Ταμειακά διαθέσιμα

3. Τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας ανέρχονται ακόμη και σήμερα στα 39 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι η αναλογία τους υπερβαίνει το 10% του χρέους (σ.σ.: γενικής κυβέρνησης, καθώς το κεντρικής κυβέρνησης έχει και το… ενδοοικογενειακό κομμάτι που είναι τα repos) ή το 23%-24% του ΑΕΠ. Είναι ίσως η μεγαλύτερη αναλογία διεθνώς, ωστόσο λειτουργεί και αυτό ως «ασπίδα προστασίας», καθώς η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που μπορεί να αποπληρώσει τα χρεολύσια τουλάχιστον τριών ετών χωρίς να δανειστεί από τις αγορές. Και αυτό το «όπλο» έχει κόστος, καθώς τα ταμειακά διαθέσιμα τοκίζονται αυτή τη στιγμή με περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ, ποσό που επιβαρύνει φυσικά το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης.

Πηγή: naftemporki.gr