Eδώ και δεκαετίες, η Ιταλία βρίσκεται σταθερά σε δυτική τροχιά και η φιλοδοξία της να αναβιώσει την οικονομία της χρησιμοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την εν λόγω συμπόρευση. Ο λόγος είναι ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει άλλη επιλογή σε ό,τι αφορά τον ατλαντικό δεσμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σίγουρα όχι στο εγγύς μέλλον και όχι προτού η Γερμανία επιχειρήσει πραγματικά να αποδεσμευτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

του Έρολ Ούσερ* 

Ο Μάριο Ντράγκι χρίστηκε νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας και οι προσδοκίες που τον συνοδεύουν είναι τεράστιες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ιταλία μοιάζει με μια χώρα που επιζητεί το εμβόλιο καθώς δεν διαθέτει αντισώματα που θα της επιτρέψουν μια ανανέωση· για πολύ καιρό παρέμενε όμηρος της τεράστιας επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους της και των βραχυπρόθεσμων πολιτικών της.

Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) καλείται να καταρτίσει άμεσα ένα σχέδιο εκμεταλλευόμενος την ιστορική ευκαιρία για να αξιοποιήσει τα κονδύλια που διατίθενται από την Ευρώπη: 209 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για την Ιταλία επί συνόλου 2.000 δισεκατομμυρίων. Είναι η τρίτη φορά, τα τελευταία τριάντα χρόνια, που ένας προβεβλημένος τεχνοκράτης ανέλαβε το κυβερνητικό πηδάλιο της χώρας έπειτα από εντολή του Πρόεδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος να παίξει το ρόλο του εγγυητή σε ιδιαίτερα ευαίσθητες στιγμές. Για τρίτη φορά, η Ιταλία βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς οι σχέσεις της με την Ευρώπη βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι, όπου στις δύο πρώτες περιπτώσεις έφτασε ένα βήμα πριν την έξοδο, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε επιχείρησε η ίδια να εγκαταλείψει το πλοίο.

Το 1993, ο πρώην κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιταλίας, Κάρλο Ατσέλιο Τσάμπι, επιλέχθηκε για να διασφαλίσει την είσοδο της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Το 2011, ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Μάριο Μόντι επιλέχθηκε να εξυγιάνει άμεσα τα δημόσια οικονομικά και να περιορίσει τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών της. Οι δύο αυτές περιπτώσεις έχουν επαναφέρει εκ νέου την Ιταλία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομίας και ταυτόχρονα οδήγησαν στη φάση επώασης νέων εμπειριών με τον δικό της τρόπο: επαναναστατικές «περιπτώσεις ρήξης» που επέφεραν μεγάλες αλλαγές. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι εμφανίστηκε ως ο νέος πρωταγωνιστής της ιταλικής πολιτικής σκηνής, πρόδρομος του λαϊκισμού μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και πηγή έμπνευσης για διάφορους πολιτικούς, και δεν αναφερόμαστε μόνο σε Ιταλούς. Στη δεύτερη περίπτωση, τα δραστικά μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση Μόντι συνέβαλαν στην ωρίμανση, σε χρόνο ρεκόρ, του «λαϊκισμού από τα κάτω», με το Κίνημα Πέντε Αστέρων να εκτοξεύεται στην εξουσία, αρχικά με μια παράδοξη σύμπλευση με τις κυρίαρχες δυνάμεις της Λίγκα του Ματέο Σαλβίνι, και μετά με την ακόμη πιο παράδοξη συμμαχία με την κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος.

«Η άφιξη του Ντράγκι «χάλασε τη σούπα» της ρωμαϊκής πολιτικής. Η στάση του έφερε σε αμηχανία όλους όσους συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για τη νέα κυβέρνηση».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Σούπερ Μάριο» (όπως τον αποκαλούν ήδη από τη διάσωση του ευρώ το 2012, όταν διατύπωσε την ιστορική φράση «Ό,τι χρειαστεί») δεν θεωρείται και «πολύ Ιταλός». Επίσης για αυτόν τον λόγο, εμπνέει σεβασμό και δέος, τόσο στη Ρώμη όσο και εκτός Ιταλίας. Κοντολογίς, είναι αυστηρός και σχολαστικός. Κατά τις πρώτες του συνομιλίες με τα κόμματα, κυρίως άκουσε παρά μίλησε. Δεν υπήρξε αδιάκριτος, δεν καλλιέργησε καμία προσδοκία, δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν άφησε περιθώρια για ρωμαϊκού τύπου πολιτικές, που φημίζονται για ψιθύρους και διγλωσσίες, και το πιο σημαντικό δεν άφησε κανέναν υπαινιγμό κατά τις  επίσημες δηλώσεις. Για να επιβιβαστούν στο όχημα με επικεφαλής τον Ντράγκι, τα κόμματα άλλαξαν «δέρμα» ή «θέση» εν μία νυκτί. Η πιο εντυπωσιακή μεταμόρφωση είναι αυτή του Σαλβίνι, ο οποίος έγινε φιλοευρωπαϊστής, τουλάχιστον στα λόγια, μιας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η Λίγκα παραμένει στην ίδια ομάδα με το γερμανικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και τη δεξιά πτέρυγα της Γαλλίδας Μαρίν Λε Πεν, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει κάποια μεταστροφή υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας. Ακόμη και η κεντροαριστερά αποδέχτηκε ό,τι είχε χαρακτηρίσει ως απαράδεκτο λίγες μέρες νωρίτερα: η συγκυβέρνηση με τη Λίγκα, στο όνομα της εθνικής ενότητας, ήταν απαραίτητη για την κυβέρνηση της Μεγάλης Αλλαγής. Ο πνευματικός πατέρας του Κινήματος Πέντε Αστέρων, ο πρώην κωμικός Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε αποκαλέσει τον Ντράγκι «παράσιτο», σήμερα τον επαινεί και, παρεμβαίνει για να καθησυχάσει τη εξαγριωμένη βάση του κινήματος.

«Με αυτήν τη ρεαλιστική πράξη και τη ‘μεταβίβαση’ της πολιτικής στα χέρια ενός τεχνοκράτη, τουλάχιστον προς το παρόν, το κεφάλαιο της εξουσίας και, κυρίως, αυτό της αντι-συστημικής κυβέρνησης στην Ιταλία έχει κλείσει».

Ο Σαλβίνι μπήκε στον πειρασμό να παραμείνει στην αντιπολίτευση, αλλά θα ερχόταν σε ρήξη με τον επιχειρηματικό κόσμο του Βορρά, την ιστορική βάση της Λίγκα, που είναι πεπεισμένη ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια μπορούν πραγματικά να κάνουν τη διαφορά, όχι μόνο για την έξοδο από την πανδημία. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων, από την άλλη, προέκυψε ως αντι-συστημικό κόμμα και αφομοιώθηκε από τη δυναμική της ρωμαϊκής εξουσίας. Αν γίνονταν σήμερα εκλογές, δύσκολα θα έπιανε το ποσοστό του 32% του 2018 και η σύμπλευση με τον Ντράγκι ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει τη παρουσία του στο κοινοβούλιο μιας και δεν θα υπάρξουν εκλογές.

Εκτός από την οικονομία, ο νέος πρωθυπουργός θα διαχειριστεί την εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητα από το αν ο Λούιτζι ντι Μάτζιο θα παραμείνει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Επίσης, ο πρωθυπουργός κατήργησε τη θέση του εκπροσώπου για τις επαφές με τους ευρωπαίους εταίρους: η αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες θα αντιμετωπιστεί τώρα χωρίς υπουργικά φίλτρα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Ο Νράγκι είναι φιλοευρωπαϊστής στην πράξη, πολύ περισσότερο από ό,τι στη θεωρία. Ο ίδιος αποτελεί απόδειξη ότι η εσωτερική πολιτική των χωρών-μελών διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη. Είναι σίγουρα ατλαντικός, όχι τόσο επειδή εργάστηκε για τη Goldman Sachs, αλλά ως λογική συνέπεια μιας ιστορικής πραγματικότητας, που τώρα ενισχύεται από την οικονομική κατάσταση. Εδώ και δεκαετίες, η Ιταλία βρίσκεται σταθερά σε δυτική τροχιά και η φιλοδοξία της να αναβιώσει την οικονομία της χρησιμοποιώντας ευρωπαϊκούς πόρους δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την εν λόγω συμπόρευση. Ο λόγος είναι ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει άλλη επιλογή σε ό,τι αφορά τον ατλαντικό δεσμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σίγουρα όχι στο εγγύς μέλλον και όχι προτού η Γερμανία επιχειρήσει πραγματικά να αποδεσμευτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα σχέδιο που φαίνεται να έχει κατά καιρούς ακολουθήσει η Άνγκελα Μέρκελ. Τα τελευταία χρόνια, οι κυρίαρχοι και λαϊκιστές οπαδοί που ήρθαν να κυβερνήσουν στην ιταλική πρωτεύουσα δυσκολεύτηκαν να αφομοιώσουν την ιδέα ότι ο ατλαντικός δεσμός δεν επιτρέπει παρεκτροπές. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων φλέρταρε με την Κίνα για να εκμαιεύσει επενδύσεις (που τελικά δεν ήρθαν). Ο Σαλβίνι καλοέβλεπε τη Ρωσία, αρχικά για λόγους συναίνεσης προς την παραγωγική Βόρεια Ιταλία, θεωρώντας πως οι διεθνείς κυρώσεις ήταν ένα αυτογκόλ, ένα εκούσιο λάθος. Όσο η Ιταλία λοξοκοιτά από εδώ κι από εκεί καθυστερεί η επιστροφή στον ατλαντικό οίκο, αντιμετωπίζεται με καχυποψία και ως εκ τούτου με λιγότερη αξιοπιστία από ό,τι στο παρελθόν.

«Η νέα κυβέρνηση υποθέτει ότι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ συνιστούν τους πολικούς αστέρες της Ιταλίας, αλλά θα προσπαθήσει να διατηρήσει το μεσολαβητικό της ρόλο για να διεξάγει διάλογο με τη Ρωσία, ακόμη και αν η στιγμή της έντασης δεν αφήνει πολλά περιθώρια».

Η διακυβέρνηση του Ντράγκι θα επιτρέψει να ακουστεί η φωνή της Ιταλίας μέσα στην Ευρώπη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της χώρας: αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί σε λίγους μόνο μήνες. Εν ολίγοις, εφόσον η επανεκκίνηση της εξωτερικής πολιτικής έχει τη δική της ιστορική λογική, η επανεκκίνηση της εσωτερικής πολιτικής θα μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία ή να αποτύχει οικτρά. Ο Ντράγκι θέλει να επιταχύνει την έξοδο από την πανδημία μέσω εμβολιασμών και να περιορίσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που διαγράφεται στον ορίζοντα. Με το βλέμμα μπροστά, θα ήθελε να φέρει την Ιταλία σε μία κρίσιμη καμπή με επίκεντρο τρία θέματα —αυτό της οικονομίας, της καινοτομίας και της οικολογικής μετάβασης— που αντιστοιχούν σε τρία υπερ-υπουργεία που έχουν ανατεθεί σε τεχνοκράτες και άτομα εμπιστοσύνης. Στην καλύτερη περίπτωση, θα θέσει τα θεμέλια για μια υγιή πορεία επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης αυτής της δικαιοσύνης, που υπήρξε η αχίλλειος πτέρνα του «αποκλεισμένου» ιταλικού συστήματος. Στη χειρότερη περίπτωση, θα πρέπει να παλέψει για το κάθε μέτρο μέσα στο κοινοβούλιο: θα το λάβει υπόψιν του και θα επιστρέψει στην εξοχική του κατοικία, με ήσυχη συνείδησή ότι τουλάχιστον προσπάθησε. Κατά πόσον θα αποχωρήσει πριν από την επόμενη σεζόν της σαπουνόπερας «Το ιταλικό πολιτικό εργαστήριο» παραμένει προς το παρόν άγνωστο.


*O Έρολ Ούσερ (Erol User) είναι πρόεδρος και CEO της USER HOLDİNG. Επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος, πρόκειται έναν από τους καινοτόμους παίκτες της επιχειρηματικής τουρκικής σκηνής. Η USER HOLDİNG είναι επενδυτική τραπεζική εταιρεία που προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες τόσο σε τουρκικές όσο και διεθνείς εταιρείες.