Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 40 ημέρες από το θάνατο της Μαριέττας Γιαννάκου – σήμερα Κυριακή θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση στη γενέτειρά της, Σπάρτη – και με την αφορμή αυτή, το ΑΠΕ-ΜΠΕ θυμίζει κάποια, πρόσφατα και μη, κείμενα και συνεντεύξεις της, που, αν μη τι άλλο, καταδεικνύουν την πολιτική διορατικότητά της… Η ιδιότητα, άλλωστε, του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για δεκαεπτά χρόνια, όπως και εκείνη της επικεφαλής της ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΝΑΤΟ (που ήταν και το τελευταίο αξίωμά της) της έδιναν τη δυνατότητα να έχει καλή γνώση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, τα ευρωπαϊκά και ευρύτερα διεθνή ζητήματα.

Η πρόκληση στην Ουκρανία αναβιώνει τον Ψυχρό Πόλεμο

Το μικρό αφιέρωμα του ΑΠΕ- ΜΠΕ στη Μαριέττα Γιαννάκου ξεκινά από το τελευταίο άρθρο της: στις 4 Ιανουαρίου τ.ε. έγραφε στην ελληνική έκδοση της “Huffington Post” για το ουκρανικό, τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ρωσίας αλλά και την ευρωπαϊκή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο- κι όλα αυτά σχεδόν δύο μήνες πριν την εκδήλωση της επίθεσης της Μόσχας.

Υπό τον τίτλο, «η ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της ρωσικής πραγματικότητας», η Μ. Γιαννάκου σημείωνε για το ρωσικό καθεστώς: «Το σύστημα διακυβέρνησης εξακολουθεί να είναι ένα “τσαρικό” καθεστώς με μανδύα κοινοβουλευτισμού, το οποίο πεισματικά αρνείται να εκδημοκρατισθεί, παρά το γεγονός ότι πλέον οι οικονομικές συνθήκες είναι σήμερα ευνοϊκότερες σε σχέση με το παρελθόν.

Η Ρωσία εξάγει μεγάλες ποσότητες ενέργειας, σε βαθμό εξάρτησης της Ευρώπης από το φυσικό αέριο. Εξακολουθεί να διαθέτει ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο και να πραγματοποιεί επεμβάσεις σε Γεωργία, Ουκρανία, Συρία, ενώ για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο προκάλεσε μεταβολή συνόρων (Κριμαία) στον ευρωπαϊκό χώρο».

Κατά την Μ. Γιαννάκου, «ο πρόεδρος Πούτιν δημιούργησε ένα προσωποκεντρικό καθεστώς με διαδοχικές συνταγματικές αναθεωρήσεις, οι οποίες θα του εξασφαλίσουν παντοδυναμία για περίπου τριάντα χρόνια. Στηρίζεται στον αντι-δυτικισμό, εκμεταλλευόμενος ακόμη και την ορθόδοξη πίστη ως στοιχείο συνοχής της ρωσικής κοινωνίας.

Η Ευρώπη είναι σαφές ότι έχει εγκαίρως αντιληφθεί τα όρια της συνεννόησης με την Ρωσία. Ευθέως οι πλέον σοβαροί περί τα ευρωπαϊκά πράγματα είχαν επισημάνει ότι ήταν ανεδαφική η προσέγγιση, πόσο μάλλον η υπεραισιόδοξη άποψη της ένταξης στην ΕΕ».

Ενώ στο ερώτημα, «εάν σήμερα υφίσταται απειλή για την ασφάλεια και την ειρήνη, και την ενεργειακή ασφάλεια ειδικότερα, αλλά και άλλου είδους υβριδική απειλή» από τη Ρωσία, απαντούσε ως εξής: «Η πρόκληση στην Ουκρανία, η διαχείριση των ενεργειακών πόρων και οι τεκμηριωμένες κυβερνο-επιθέσεις και παρεμβάσεις στις εκλογές τρίτων χωρών αναβιώνουν ορισμένους από τους φόβους της εποχής του Ψυχρού Πολέμου».

Εν κατακλείδι, «σήμερα καλούμεθα να αξιολογήσουμε το επίπεδο απειλής το οποίο θέτει αυτή η χώρα για την Ευρώπη, αλλά και να εκτιμήσουμε την εξέλιξη του καθεστώτος μετά τον Πούτιν, όποτε και αν εκλείψει πολιτικά. Γιατί αυτού του είδους τα καθεστώτα προκαλούν ίσως ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες κατά την κρίσιμη στιγμή της ανακατανομής εξουσίας.

Η συζήτηση στο ΝΑΤΟ για το νέο στρατηγικό δόγμα και την επιχειρησιακή ανάπτυξη βρίσκεται σε ώριμο στάδιο. Οι ηγεσίες στην Αμερική και τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν πλέον ισχυρή αντίληψη των δυνατοτήτων τους, και των αναγκαίων μέτρων για να διατηρηθεί η ειρήνη στον ευρωπαϊκό χώρο», έκλεινε το άρθρο της -ένα άρθρο που θα νομίσει κανείς ότι γράφτηκε μόλις χθες.

Ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας

Συναφές με το παραπάνω κείμενο είναι και ένα παλαιότερο άρθρο της, στην «Καθημερινή» τη φορά αυτή, στις 23 Ιουνίου 2019, για την «Ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας», εν μέσω και υπό το πρίσμα της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.

Ειδικότερα, «το ερώτημα της σχέσης της Ευρώπης με τη Ρωσία επιδέχεται πολλές προσεγγίσεις (πυρηνική ασφάλεια, ενεργειακή εξάρτηση κ.ά.) και θα αποτελέσει μία βασική παράμετρο για την ασφάλεια κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο όλοι οφείλουμε να διερευνήσουμε είναι το εξής: Υφίσταται κενό ασφαλείας σήμερα στην Ευρώπη, και εάν ναι, ποια είναι η απειλή και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; Η προοπτική πάντως της συγκρότησης μιας ενιαίας δομής άμυνας στην Ευρώπη δεν αντιστρατεύεται τη λειτουργία του ΝΑΤΟ», τόνιζε συμπληρώνοντας:

«Ωστόσο, το φλέγον ζήτημα είναι ότι μια ολοκληρωμένη πολιτική άμυνας για την Ευρώπη σημαίνει μία αύξηση των σχετικών δαπανών η οποία θα υπερβαίνει το σημερινό 2% του ΑΕΠ ανά κράτος-μέλος. Σε μία συγκυρία κατά την οποία οι ψηφοφόροι έχουν απαιτήσεις για ενίσχυση των δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία και άλλες πολιτικές πρόνοιας σε συνδυασμό με την προτεραιότητα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η προοπτική της αύξησης των αμυντικών δαπανών έχει αυτονόητο πολιτικό κόστος», έγραφε η Μ. Γιαννάκου, σε μια συζήτηση που έχει γίνει εντελώς επίκαιρη μετά τις πρόσφατες παγκόσμιες εξελίξεις.

Ενώ «ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να αξιολογήσουμε ότι με το δεδομένο του Brexit, το 80% του προϋπολογισμού του ΝΑΤΟ θα προέρχεται από κράτη εκτός Ε.Ε., ενώ η μόνη πυρηνική δύναμη στην Ε.Ε. θα είναι η Γαλλία. Θα έχει αυτή η εξέλιξη κάποια επίδραση στον στρατηγικό σχεδιασμό στα θέματα ασφαλείας τα οποία ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε;», είναι το ερώτημα που έθετε προσθέτοντας:

«Ακόμη και εάν διαμορφωθεί ισχυρότερη βούληση για μία Ευρωπαϊκή Πολιτική ‘Αμυνας, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε αλληλοεπικαλύψεις, αλλά αντιθέτως σε συμπληρωματικότητα με τις δομές και τον σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Δεν πρόκειται μόνο για την αξιοποίηση της μακράς τεχνογνωσίας και εμπειρίας του ΝΑΤΟ, αλλά και για την πρόθεση να θέσουμε την ασφάλεια στην Ευρώπη ως ζήτημα διατλαντικού ενδιαφέροντος και ευθύνης».

Πεποίθησή της, άλλωστε, ήταν ότι «οφείλουμε να σχεδιάσουμε αποφασιστικά τον μηχανισμό ασφαλείας στην Ευρώπη, διατηρώντας τα θεμελιώδη στοιχεία της νατοϊκής οργάνωσης, και ταυτόχρονα δημιουργώντας νέες δυνατότητες και αμυντικούς μηχανισμούς με αυξημένη χρησιμότητα επί ευρωπαϊκού εδάφους και με γνώμονα τη διάγνωση των ενδεχόμενων άμεσων απειλών.

Η διαμόρφωση μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) και ιδιαίτερα μιας Κοινής Πολιτικής Ασφαλείας και Άμυνας (ΚΠΑΑ), θα πρέπει να ερμηνευθεί πρωτίστως ως απόρροια των κοσμογονικών αλλαγών των τελευταίων δεκαετιών στο διεθνές σύστημα και του νέου γεωπολιτικού ρόλου που η Ε.Ε. θα κληθεί αργά ή γρήγορα να αναλάβει», υπογράμμιζε επίσης στο άρθρο της στην «Καθημερινή».

Οι διαφορές μας με την ‘Αγκυρα

Κλείνουμε το αφιέρωμα στην εκλιπούσα, με τις απόψεις της στα ελληνοτουρκικά, όπως παρατίθενται στην ιστοσελίδα “The President” στις 18 Ιανουαρίου 2021. Με αφορμή την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας που δεν συνιστούν, ωστόσο, διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών, όπως διευκρίνιζε. Και συμπλήρωνε: «Δύο είναι τα μόνα ζητήματα τα οποία θα συζητηθούν. Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας. Για τα ζητήματα αυτά είναι απαραίτητη η αμοιβαία κατανόηση, προκειμένου να προχωρήσουμε στην ακριβή οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αφού προηγουμένως γίνει η χάραξη της αιγιαλίτιδας ζώνης».

Με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «η Ελλάδα διαθέτει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη και πλήρη εμπιστοσύνη στο αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων», μια αποφασιστικότητα που «έγινε πλήρως κατανοητή από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει de facto καταστάσεις αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας με τον πλου και τις έρευνες του ερευνητικού πλοίου», η Μ. Γιαννάκου σημείωνε επίσης: «Η διεθνής θέση της Ελλάδας είναι σαφώς βελτιωμένη. Πέραν της αυτονόητης άμεμπτης συνεργασίας μας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η χώρα διαθέτει σήμερα, ισχυρή στρατιωτική και διπλωματική συνεργασία με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι η μεταστροφή στην εξωτερική πολιτική υποστηρίζεται σθεναρά από διαφορετικές κυβερνήσεις και το μεγάλο μέρος του κοινοβουλίου».

Και, στο «δια ταύτα», «όλα τα παραπάνω δεν εξασφαλίζουν τη διευθέτηση των ελληνο-τουρκικών ζητημάτων. Ούτε προεξοφλούν μία ειρηνική στάση εκ μέρους των γειτόνων. Ωστόσο, δημιουργούν προϋποθέσεις αποτροπής και ένα σημαντικά υψηλότερο κόστος για την πλευρά η οποία θα κλιμακώσει τη διένεξη. Παρά την επανέναρξη των διερευνητικών, η Τουρκία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου και του FIR, θα επιμείνει σε θεωρίες περί “γκρίζων ζωνών”, αποστρατικοποίησης νησιών και αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης (ζήτημα νομικά αδύνατο, καθώς είναι αποτέλεσμα πολυμερούς διαπραγμάτευσης πέραν των δύο χωρών). Τα ζητήματα αυτά δεν έχει κανέναν λόγο η υψηλού κύρους και εμπειρίας ελληνική αντιπροσωπεία να δεχθεί προς συζήτηση».