Για πρώτη φορά στις πρόσφατες εκλογές εν έτει 2023 έγινε το αυτονόητο: Οι Ελληνες του εξωτερικού που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του υπουργείου Εσωτερικών άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, ένα δικαίωμα το οποίο εδώ και χρόνια ήδη απολαμβάνουν όχι μόνο οι Ευρωπαίοι πολίτες από άλλες χώρες, αλλά κι από όλον τον κόσμο. Αυτό είναι μία νίκη της Δημοκρατίας, της ελληνικής διασποράς, αλλά και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, μετά τη δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και τη διαπραγμάτευση με τα άλλα κόμματα από το 2019 μέχρι σήμερα! 

Πιστός λοιπόν στις προεκλογικές του εξαγγελίες ο πρωθυπουργός έφερε πρώτο νομοσχέδιο με ένα άρθρο την άρση των προϋποθέσεων για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού σε δημόσια διαβούλευση και περιμένουμε αν και οι 300 Ελληνες βουλευτές καταλάβουν επιτέλους την αναγκαιότητα και την δημοκρατικότητα ενός τέτοιου μέτρου. 

Η ουσία είναι ότι με την ψήφο αυτή οι Ελληνες της διασποράς θα έχουν μία εκπροσώπηση στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας και το γεγονός αυτό θα προσδώσει μια επιπλέον ουσιώδη αξία στην υφιστάμενη σχέση τους με την πατρίδα, μια σχέση αμφίδρομη, καθώς θα ωθήσει στην τόνωση και στην εξέλιξη της ίδιας της χώρας μας, τόσο μέσω της θετικής επιρροής που θα ασκεί η εκάστοτε ξένη χώρα φιλικά προσκείμενη προς εμάς όσο και μέσω της σημαντικής συμβολής αυτής της μερίδας πολιτών, ακριβώς χάρη στην εμπειρία ζωής που έχουν ζώντας σε άλλες οικονομίες και σε άλλα συστήματα υγείας και παιδείας. 

Σύσφιγξη σχέσεων 

Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον να επισημάνουμε πως η σύσφιγξη των εν λόγω σχέσεων με αφορμή την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού θα αποτελέσει και μια ευκαιρία για τους ίδιους να αναδείξουν και να επιλύσουν θέματα που τους απασχολούν εδώ και χρόνια και ταλανίζουν την ελληνική διασπορά, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Σε αυτό λοιπόν το σημείο αξίζει να τονίσουμε πως το ζήτημα της εκμάθησης, της διάδοσης και της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας τόσο στους Ελληνες της διασποράς και στις επόμενες γενιές όσο και στους φιλέλληνες σε όλον τον κόσμο έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά θέματα προς επίλυση. 

Το υφιστάμενο μοντέλο διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας παραμένει τα τελευταία 30 χρόνια παρωχημένο, δεδομένου πως πλέον οι νέες τεχνολογίες έχουν κάνει θαύματα στο χώρο της εκπαίδευσης και έχουν ήδη εφαρμοστεί για την εκμάθηση άλλων ξένων γλωσσών. Ενδεικτικά, όλοι μας από παιδιά –ως λαός γλωσσομαθής– θυμόμαστε την αυστηρή καθηγήτρια των Γαλλικών στα μαθήματα στο Γαλλικό Ινστιτούτο (Institut Français) στην εκάστοτε ελληνική επαρχία, το διαχρονικό British Council για τους Aγγλους, το Ινστιτούτο Goethe για τους Γερμανούς ή το Ινστιτούτο Cervantes για τους Ισπανούς. 

Δυστυχώς, τα αξιόλογα αυτά ευρωπαϊκά πρότυπα δεν ενέπνευσαν κανέναν ελληνικό φορέα μέχρι σήμερα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναδείξει πιο αποτελεσματικά την προβολή της γλώσσας μας, απεναντίας σε κάθε χώρα η προώθηση της γλώσσας μας στις ελληνικές κοινότητες έγινε πράξη μέσα από τους ιερείς δασκάλους, οι οποίοι υπηρέτησαν το μοντέλο της ελληνικής γλώσσας. 

Εθνική πολιτική 

Τα τελευταία χρόνια θεσπίστηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το Greek Language Certification, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη χάραξη μιας πρόσφορης εθνικής πολιτικής για την εδραίωση της γλώσσας μας στο εξωτερικό, δεδομένου ότι η ελληνική γλώσσα φθίνει και πρέπει να τη χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο-μέσο προς μία soft diplomacy. Επομένως, απουσιάζει ένας κεντρικός φορέας σχεδιασμού που θα λαμβάνει υπόψη αυτό που ακριβώς θέλει να προβάλει η Ελλάδα στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με την ικανοποίηση της αναγκαιότητας να μάθουν οι Eλληνες της επόμενης γενιάς την ελληνική γλώσσα. 

Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα δοθεί η ευκαιρία στη διασπορά να διατηρήσει μια σταθερή επαφή με την πατρίδα τόσο για θέματα επαναπατρισμού των Ελλήνων, αλλά και των νέων που μπορεί να επιστρέψουν για να εργαστούν στην Ελλάδα μετά τις σπουδές τους, τους οποίους βεβαίως έχει μεγάλη ανάγκη η χώρα μας, καθώς ήδη έχουμε εντοπίσει το υφιστάμενο μεγάλο δημογραφικό της πρόβλημα. 

Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να γίνει καταγραφή της αναγκαιότητας για την κάλυψη των αναγκών σε εκπαιδευτικό δυναμικό. Σ’ αυτό το έργο εμπλέκονται αρκετοί φορείς από το υπουργείο Παιδείας και το υπουργείο Εξωτερικών και γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει να απλοποιηθεί η όλη διαδικασία και να εξαλειφθούν οι παθογένειες του γραφειοκρατικού κράτους από τη βάση του. Η εκπαιδευτική πολιτική δεν μπορεί παρά να χαράσσεται από τις ανάγκες και τους στόχους της χώρας μας. 

Θέλουμε ή όχι η διασπορά να διαπρέπει και μαζί της να διαπρέπει όλη η Ελλάδα; Επιθυμούμε οι επόμενες γενιές να μιλάνε τη γλώσσα μας και οι ξένοι να γνωρίζουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας; Υπό το πρίσμα αυτό, θα μπορούσε η προβολή των ελληνικών στοιχείων να ενταχθεί, μαζί με τον τουρισμό και τον πολιτισμό, σαν μια μορφή μιας soft διπλωματίας, που είναι πιο ευέλικτη, απτή και πραγματοποιήσιμη, ανταποκρινόμενη στις σημερινές ανάγκες, οι οποίες έχουν πλέον αλλάξει. Και ακριβώς οι εκλογές του Μαΐου –παρά τους περιορισμούς– έδειξαν μία χαρτογράφηση και των τοπικών αναγκών στο εξωτερικό. 

Επιτακτική ανάγκη 

Βλέπουμε λοιπόν την επιτακτική ανάγκη τόσο να δρομολογηθεί η χάραξη των κεντρικών αξόνων της εθνικής πολιτικής για την ελληνική γλώσσα όσο και το να αποκτήσει η ελληνική Πολιτεία τη βούληση να υλοποιήσει βαθιές τομές στα εκπαιδευτικά προγράμματα εκτός της χώρας μας, δείχνοντας εμπιστοσύνη στους φορείς και βαδίζοντας βάσει προγράμματος και χωρίς αυτοσχεδιασμό, με συνέπεια και με επιστημονική παρακολούθηση. 

Αρχικά εφαρμόζοντας την υπάρχουσα νομοθεσία. Και αυτό διότι, αν ήταν απλό για τις πολυπληθείς χώρες να δημιουργήσουν μεγάλους οργανισμούς για την προώθηση της εθνικής τους γλώσσας, για εμάς είναι πιο απλό, γιατί έχουμε μια γλώσσα ανεκτίμητης αξίας με μεγάλη ιστορία, αποτελώντας τη μητέρα όλων των γλωσσών και παραμένοντας αναλλοίωτη στο φως από την εποχή του Ομήρου. 

Επομένως, υπό την οπτική αυτής της προσέγγισης, παρότι το θέμα αυτό δεν εξαντλείται φυσικά σε ένα άρθρο, είναι πρόσφορο να δώσουμε έμφαση στο γεγονός πως διακρίνουμε τη θεμελιώδη σημασία των κεφαλαίων-πτυχών της ψήφου των Ελλήνων της διασποράς, καθώς αναδεικνύει τόσο την προοπτική ευρύτερης εξάπλωσης της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό όσο και την ανάγκη συμμετοχής της σημαντικής αυτής μερίδας Ελλήνων στην κεντρική ελληνική πολιτική σκηνή. 

Η Μαρία Διαμαντοπούλου ήταν υποψήφια βουλευτής Επικρατείας για τη Διασπορά με τη ΝΔ. Είναι εκπαιδευτικός, με ειδίκευση στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας