Του Λεωνίδα Δεληγιώργη
Η πρωτιά της Εφης Αχτσιόγλου στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με την αινιγματική δήλωση του Α. Τσίπρα για συλλογική ηγεσία στο κόμμα, ανοίγει εκ νέου τη συζήτηση στον χώρο της Αριστεράς για την ανάγκη αλλαγών στο μοντέλο διοίκησης της Κουμουνδούρου, με επικρατέστερο σενάριο αυτό του ορισμού θέσης αντιπροέδρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ε. Αχτσιόγλου, που διόλου τυχαία δεν βρέθηκε στην πρώτη θέση της ΚΕ, καθώς η υποψηφιότητά της έτυχε της αμέριστης υποστήριξης του Α. Τσίπρα, είναι το πρόσωπο εκείνο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να διαδραματίσει τον ρόλο της «θεσμικής» αντικαταστάτριας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σημειωτέον δε πως η Ε. Αχτσιόγλου χτίζει ηγετικό προφίλ εδώ και αρκετό καιρό, έχοντας επίσης και το πλεονέκτημα πως ο σύζυγός της Δ. Τζανακόπουλος, από τη θέση του γραμματέα της ΚΕ, συμβάλλει και αυτός στη δικτύωσή της στις οργανώσεις του κόμματος. Οπως και ο κουνιάδος της, καθηγητής στην Αγγλία Αντώνης Τζανακόπουλος, ο οποίος πριν από περίπου έναν χρόνο είχε οργανώσει μια εκδήλωση προς τιμήν της με τον ΣΥΡΙΖΑ Ηνωμένου Βασιλείου και εκεί ήταν η πρώτη φορά που η Ε. Αχτσιόγλου ξεδίπλωσε τις πολιτικές φιλοδοξίες της.
«Θέλω να πιστεύω ή θέλω να ελπίζω πως το γεγονός ότι μια πολιτικός θα είναι γυναίκα δεν θα είναι λόγος για να μην αναλάβει μια ηγετική θέση. Αυτό θέλω τουλάχιστον να ελπίζω για το μέλλον, για τη δική μας κοινωνία» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, απαντώντας σε ερώτηση που σχετιζόταν με το ενδεχόμενο να θέσει υποψηφιότητα για ακόμη μεγαλύτερα αξιώματα.
Η αναβάθμιση
Το σενάριο «αναβάθμισης» της Ε. Αχτσιόγλου μπορεί να είναι μια κίνηση εκ μέρους του Α. Τσίπρα που να εκπληρώνει τις φιλόδοξες στοχεύσεις της υπεύθυνης του τομέα Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο για τους έχοντες εικόνα των παρασκηνίων της Κουμουνδούρου, στην προκειμένη περίπτωση ισχύει και η ρήση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Αλλωστε η υστεροβουλία του Α. Τσίπρα όταν χαράσσει πολιτική στρατηγική έναντι άλλων είναι παροιμιώδης. Συνεπώς το να εξετάζει το ενδεχόμενο να «μοιράσει» αντιπροεδρία ή αντιπροεδρίες στο κόμμα δεν συνιστά αποθέωση της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος, αλλά έναν έξυπνο ελιγμό προκειμένου στις εθνικές εκλογές η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ να επιμεριστεί και στα πρόσωπα που θα έχει καταστήσει «συνυπεύθυνα» στη διοικητική δομή του κόμματος.
Εκτός αυτού, όμως, ο λόγος που ο Α. Τσίπρας νιώθει την ανάγκη να προβεί σε «αναδιανομή» ρόλων στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας, ευνοώντας φυσικά πρόσωπα της αρεσκείας του, συνδέεται και με το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών. Μπορεί σε πρώτη φάση να πέτυχε την «αποδυνάμωση» των παραδοσιακών αντιπάλων του, «μακελεύοντας» τους βαρόνους της ιστορικής φρουράς της Κουμουνδούρου, δηλαδή Ν. Βούτση, Ν. Φίλη και Π. Σκουρλέτη, όμως γνωρίζει καλά πως τις εθνικές εκλογές δεν τις κερδίζεις κατατροπώνοντας τον εσωτερικό εχθρό, αλλά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και τον πολιτικό σου αντίπαλο.
Ανατράπηκε η αλλαγή
Και παρά τους πανηγυρικούς που συνόδευσαν το άνοιγμα της εκλογικής διαδικασίας για την εκλογή προέδρου, στην κοινωνία το αποτέλεσμα δεν ήταν τέτοιο που να ανταποκρίνεται στην ουσία του αιτήματος του Α. Τσίπρα για «αλλαγή» και «ανατροπή» της σημερινής κυβέρνησης μέσα από τη μαζική συμμετοχή των πολιτών στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Α. Τσίπρας, μετατρέποντας τις εσωκομματικές εκλογές σε «αντικυβερνητικό δημοψήφισμα», θέλησε να μετρήσει και να τεστάρει την απήχηση τη δική του αλλά και του κόμματος στην κοινωνία. Το δίλημμα «ναι ή όχι στη σημερινή κυβέρνηση», που έθεσε δολίως και παραπλανητικά στις εσωκομματικές κάλπες, θύμιζε κατά κάποιον τρόπο το δημοψήφισμα-παρωδία του 2015. Με τη διαφορά πως εκείνη την περίοδο ο κόσμος ανταποκρίθηκε τυφλά στα υπερβολικά και θεαματικά κελεύσματά του, ενώ αυτήν τη φορά δεν συγκινήθηκε από τις «αντισυστημικές» και «αντιμητσοτατικές» εξάρσεις του.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας tomanifesto