Η μεταναστευτική πολιτική αλλά και η πολιτική συζήτηση αν η κυβέρνηση πρέπει να κάνει στροφή προς τα δεξιά, ήταν τα κύρια θέματα της ραδιοφωνικής συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδης στα «Παραπολιτικά 90,1».
Με αφορμή και την τελευταία στάση του Βερολίνου στο μεταναστευτικό, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε ότι «το να συνειδητοποιούν ορισμένα κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι υπάρχει ανάγκη για πιο περιοριστική και πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, δεν το θεωρώ απαραίτητα κακό. Γιατί ανοίγει την ευρύτερη συζήτηση για το πώς κανείς διαχειρίζεται τη μετανάστευση».
Επίσης, «ξαφνικά από εκεί που ήμασταν μόνοι μας και μας αντιμετώπιζαν περίπου ως κάτι ...περιέργους που μας ενοχλούν οι μεταναστευτικές ροές και αντί να μας λένε, "το πρόβλημα δικό σας και δεν μας κόφτει", τώρα προφανώς αυτό δεν είναι πρόβλημα δικό μας, είναι ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα». Πρόβλημα, το οποίο «επηρεάζει όλες τις χώρες της Ε.Ε., εκτός από τις χώρες που δέχονται το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα, όπως εμείς, η Ισπανία, η Ιταλία. Προφανώς η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει μια πολύ πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική στον έλεγχο των συνόρων και πρέπει να επενδύσει στον έλεγχο των συνόρων».
Κατά τον Μ. Βορίδη, «εμείς βρισκόμαστε σε πλήρη δικαίωση της πολιτικής μας» και τώρα, «αλλάζει το μπλοκ». Ειδικότερα, ως τώρα είχε καταγραφεί τεράστια πίεση από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά προς τις χώρες του Νότου «να μην εφαρμόζουν περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές για λόγους δικαιωματικσμού. Αυτό αλλάζει στην Ευρώπη και αυτό κρατώ ως σημαντικό», υπογράμμισε και εκτίμησε ότι «οι αλλαγές αυτές δεν είναι αποσυνδεδεμένες από τα εκλογικά αποτελέσματα».
Όπως, εξ άλλου, σημείωσε σε άλλο σημείο της συνέντευξης, «το μεγάλο πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του είναι ότι σε αυτά τα ζητήματα είναι έτη φωτός μπροστά από τους Ευρωπαίους. Γιατί, όταν λέγαμε για το φράκτη και την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική, κάποιοι πήγαιναν στην Ευρώπη να καταγγείλουν τον φράκτη και ζητούσαν να μη χρηματοδοτηθεί».
Μάλιστα, ο υπουργός Επικρατείας προχώρησε και στην πρόβλεψη ότι «με αυτού του τύπου τη μονομερή προσέγγιση που υιοθετεί η Γερμανία, δεν θα λύσει το θέμα της». «Εδώ θέλει να συμφωνήσουμε όλοι σε περιοριστική πολιτική, σε έλεγχο των ροών, χερσαίων και θαλασσίων, και σε αυτό να δώσουν και πόρους και στήριξη και προσπάθεια και θεσμικό πλαίσιο», ήταν η άποψη που κατέθεσε.
Αλλάζοντας θέμα, σε ζητήματα φυσιογνωμίας του κυβερνώντος κόμματος και με αφορμή, την επιλογή του επομένου Επιτρόπου, «δεν πιστεύω ότι το κριτήριο με το οποίο ο πρωθυπουργός κάνει τις επιλογές του, είναι αν ο Τζιτζικώστας είναι δεξιός ή κεντρώος ή ό,τι άλλο», είπε ο Μ. Βορίδης και συμπλήρωσε: «Τα κριτήρια του πρωθυπουργού εξακολουθούν να είναι το ποιος μπορεί να κάνει καλύτερα τη δουλειά». Ενώ προχώρησε και σε ένα προσωπικό, όπως είπε, σχόλιο: «Δεν νομίζω ότι το θέμα είναι τόσο η επιλογή των προσώπων».
Ερωτηθείς για τα σενάρια διαφορετικών προσεγγίσεων εντός του Μεγάρου Μαξίμου, ο Μ. Βορίδης απάντησε εν πρώτοις με ένα ερώτημα: «Ο Σκέρτσος υποστηρίζει κάτι άλλο από αυτό που εγώ υποστηρίζω στο μεταναστευτικό; Αν υποστήριζε κάτι άλλο, θα είχαμε θέμα». Βεβαίως, στο θέμα του νόμου για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, «είχαμε θέμα και φάνηκε. Αυτό είναι το μόνο θέμα διαφωνίας που είχαμε σε μια πενταετή κυβερνητική διαδρομή», επισήμανε.
Ακολούθησε σειρά -ρητορικών- ερωτημάτων: «Υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη κυβερνητική δύναμη, η οποία να έχει αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική από την πολιτική της ΝΔ; Υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη πολιτική δύναμη που να έχει αυστηρότερη πολιτική στα ζητήματα του Ποινικού Δικαίου από τη Νέα Δημοκρατία;». Και συνέχισε:
«Πρέπει με πολύ σαφή και καθαρό τρόπο να εξηγήσουμε όλο αυτό το οποίο κάνουμε σε διάφορά τέτοια πεδία πολιτικής που αποτελούν ευαισθησίες -και σωστά- των λεγόμενων δεξιών ψηφοφόρων: μεταναστευτική πολιτική, η εφαρμογή του νόμου και της τάξης, τα ζητήματα της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας, η εξωτερική πολιτική, η αμυντική πολιτική».
Και, με στοιχεία, «όταν θα πω για παράδειγμα ότι έχουμε αύξηση των συλλήψεων κατά 50% στα βίαια εγκλήματα και τα εγκλήματα ιδιοκτησίας, (αυτό σημαίνει ότι) η αστυνομία κάνει τη δουλειά της και την κάνει πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε προηγούμενη στιγμή». Αναγνώρισε πάντως, ότι «θα μπορούσαν να υπάρχουν συμπληρωματικές πολιτικές», αλλά, προσέθεσε, «έχουν ήδη γίνει πολλά πράγματα». Άλλωστε, διευκρίνισε, «από τη στιγμή που νομοθετώ στον Ποινικό Κώδικα, θέλει χρόνο μέχρι να εφαρμοσθεί στο δικαστήριο, γιατί έχουν μεσολαβήσει επιεικέστεροι νόμοι, του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, οι οποίοι επηρεάζουν την κρίση των δικαστηρίων».
Επόμενο θέμα στη συνέντευξη, η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 2025: «Η συζήτηση για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας θα ανοίξει τον Φεβρουάριο», ήταν η σταθερή θέση του υπουργού Επικρατείας, που περιορίσθηκε να προσθέσει στο τέλος, «θα πω την άποψή μου εκεί που πρέπει να την πω τον Φεβρουάριο».
Ερωτηθείς για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ανέφερε: «Δεν έχουμε άποψη».
Σε κάθε περίπτωση, «αποκρούουμε τον ισχυρισμό ότι η έλλειψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης μάς οδηγεί σε αλαζονική συμπεριφορά», συμπλήρωσε.
Στη συνέχεια επιχειρηματολόγησε ότι η ρευστοποίηση στο πολιτικό σκηνικό στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης «μεταφέρει όλη την πολιτικοκοινωνική πίεση στην κυβέρνηση». Αυτό, όμως, «μας κάνει τρεις και τέσσερις φορές πιο προσεκτικούς», διαβεβαίωσε.
Αφού παρέθεσε δε, κάποιες από τις κυβερνητικές εξαγγελίες που εκφωνήθηκαν στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, με έμφαση τη φορολογία, τόνισε: «Έχει μεγάλη σημασία από τώρα μέχρι τα επόμενα 2,5-3 χρόνια, που απομένουν στην κυβερνητική θητεία μας, να κάνουμε όλα όσα πρέπει να κάνουμε για να υλοποιήσουμε -και υλοποιούμε- το προεκλογικό μας πρόγραμμα». Επομένως, συμπέρανε, πρέπει «όλα αυτά να αξιολογηθούν στην τριετία - εκεί είναι που θα κριθεί το προεκλογικό πρόγραμμά μας και η κυβερνητική θητεία μας», κατέληξε ο υπουργός Επικρατείας.