Η ιστορική απόφαση της δίκης της Χρυσής Αυγής είναι αυτό που περιμέναμε όλοι αλλά ακόμα περισσότερο η Μάγδα Φύσσα. Η μητέρα του Παύλου Φύσσα, που μαχαιρώθηκε από μέλη της οργάνωσης, δεν έλειψε ούτε μία μέρα από το δικαστήριο τα τελευταία 5,5 χρόνια που εκδικάζεται η υπόθεση για τη δολοφονία του γιου της, για την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, για την επίθεση στο ΠΑΜΕ. Σήμερα, από το Εφετείο, περιμένουμε να ακουστεί και η απόφαση για το μείζον ζήτημα της εγκληματικής οργάνωσης.

Η φωνή της Μάγδας Φύσσα ενώνεται με τη φωνή χιλιάδων ανθρώπων που βρίσκονται από νωρίς το πρωί έξω από το Εφετείο ,γεμίζοντας τους δρόμους με την παρουσία τους αλλά και με την ελπίδα ότι από σήμερα τα πράγματα θα αλλάξουν. Το μόνο που είπε πηγαίνοντας στο δικαστήριο ήταν η λέξη “δικαιοσύνη”.

Στις 2 Οκτωβρίου του 2015, η Μάγδα Φύσσα έδωσε την κατάθεσή της στο δικαστήριο βάζοντας τον θεμέλιο λίθο για τον υπόλοιπο μαραθώνιο της δίκης που ακολούθησε:

“Δεν αντέχεται η απώλεια, δεν υπάρχει κάτι χειρότερο, δεν μπορείς να το διανοηθείς, νεκρώνεις, δεν ζεις, απλά αναπνέεις. Εσείς θεωρείτε ότι εγώ κάνω κάτι πολύ δυνατό. Εγώ κάνω ό,τι μπορώ να κάνω και για τον Παύλο και για όλα τα παιδιά εκεί έξω που θέλουν να είναι ελεύθερα. Για την ελευθερία που ο Παύλος τόσο αγαπούσε. Ο Παύλος είχε ένα φως, έλαμπε! Ελπίζω τα παιδιά εκεί έξω να πάρουν λίγο από το φως του. Εγώ τον Παύλο μου δεν θα τον φέρω πίσω, παλεύω να καταδικαστούν οι δολοφόνοι και με αυτό τον τρόπο να σωθούν άλλα παιδιά. Να σωθούν αθώα παιδιά!”.

“Τον είδα στις 5.30 το απόγευμα. Χαιρετηθήκαμε και μου είπε ότι θα πάνε στον φίλο του μαζί με την κοπέλα του κι από εκεί θα ψάχνανε να δούνε την μπάλα. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν θα έβλεπε την μπάλα με τον πατέρα του και τους άλλους φίλους του. Οι φίλοι του κάπου είχαν κανονίσει αλλού. Είπαμε θα τα πούμε το πρωί να πιούμε τον πρωινό μας καφέ (…) Το παιδί μου δεν μου ξαναμίλησε”.

“Στην συνέχεια έφυγα από το σπίτι και πήγα στην κόρη μου. Δεν υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό και που να προμηνύει ότι θα γίνει αυτό το κακό. Περίπου στις 2 και τα ξημερώματα -δεν θυμάμαι την ώρα- χτυπάει το κουδούνι. Πήρε ο άντρας μου την κόρη μας από το τηλέφωνο του κουνιάδου της, της λέει άνοιξε την πόρτα. Καταλαβαίνω ότι έγινε κάτι κακό. Μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του κάτωχρος”.

“Πίστεψα πως έγινε κάτι πολύ κακό, αλλά δεν πίστεψα ότι είναι νεκρός. Τον ρώτησα: ‘Αυτό ήταν; Μέχρι εδώ ήταν η ζωή μας;’. Δεν απαντά. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και βλέπω να οδηγεί ο κουνιάδος μου. Καταλαβαίνω ότι έχει γίνει κάτι σοβαρό. Δεν μπορεί να μην έχει χτυπήσει σοβαρά ο Παύλος και ο Τάκης να μην μπορεί να οδηγήσει. Φτάνουμε στο Κρατικό. Βλέπω πολύ κόσμο έξω. Συγγενείς, φίλους. Δεν περιμένω να μου πει κανείς τίποτα. Οπότε φεύγω τρέχοντας μέσα. Βλέπω μπροστά μου γιατρούς, συγκεκριμένα έναν άντρα και μία γυναίκα. Η γυναίκα με κοίταγε στα μάτια, έκλαιγε αλλά δεν μιλούσε. Έλεγα πού είναι το παιδί μου. Αρχίζω να τραβάω παραβάν να δω πού είναι. Ο γιατρός μου έδωσε ένα χάπι και μου είπε την αλήθεια, ότι ο Παύλος έφυγε. Λέω πώς είναι δυνατόν; Μου είπε ότι τον μαχαίρωσε στην καρδιά η Χρυσή Αυγή. Μου είπε ότι οι μαχαιριές ήταν επαγγελματικές. Κι ότι κι εδώ έξω να γινόταν δεν θα τον προλαβαίναν. Ζήτησα να πάω να δω το παιδί μου. Και πήγα στον θάλαμο. Κι είδα το παιδί μου στον νεκροθάλαμο.”

“Γι’ αυτούς που νομίζουν ότι τον τρομάξανε, το παιδί μου δεν τρόμαξε. Κοιμότανε το παιδί μου. Ήταν ένας άγγελος. Κοιμότανε. Προσπαθούσα να τον ζεστάνω”.

“Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Τρεις μαχαιριές. Είδα τα τραύματα στον πνεύμονα και στην καρδιά. Από τότε, ούτε ο Παύλος έχει εμάς ούτε εμείς αυτόν. Μου λείπει. Όλα μου λείπουν. Η παρουσία του, οι κινήσεις του, η φωνή του. Κι εκείνη η πόρτα που, πλέον, δεν ανοίγει. Από τότε ξεκίνησε ο γολγοθάς μας”.
πηγη: marieclaire.gr