Οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες έχουν καταγράψει σημαντικά κέρδη από την άνθηση των ρωσικών πετρελαϊκών εταιριών, αλλά και η Ευρωζώνη, αναμένεται να δεχθούν σημαντικό πλήγμα σε περίπτωση χρεοκοπίας της Ρωσίας, εκτιμά ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW Μαρσέλ Φράτσερ.
Λόγω των κυρώσεων της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας για την στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, ο κ. Φράτσερ θεωρεί ότι η Ρωσία κινδυνεύει τους επόμενους μήνες να βρεθεί σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της προς διεθνείς πιστωτές, προκαλώντας μεγάλη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
«Το ρωσικό κράτος έχει πολύ μικρό εξωτερικό χρέος. Με την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου η Ρωσία πέτυχε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα και κατάφερε να μειώσει σημαντικά το χρέος της. Λόγω των κυρώσεων όμως, δεν υπάρχει πλέον ελεύθερη πρόσβαση στα ταμειακά αποθέματα», εξηγεί ο γερμανός οικονομολόγος και εκφράζει την ανησυχία του ότι η σύγκρουση θα επεκταθεί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, «όπου η Ρωσία και οι εταίροι της θα επιδιώξουν να προκαλέσουν αναστάτωση προκειμένου να ζημιώσουν την οικονομία της Δύσης».
Σε μια τέτοια περίπτωση, συνεχίζει ο κ. Φράτσερ, και οι γερμανοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων τραπεζών, θα υποφέρουν από ενδεχόμενη ρωσική χρεοκοπία. Επισημαίνει ωστόσο ότι τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει συνειδητά αυτούς τους κινδύνους τα τελευταία χρόνια και έχουν επωφεληθεί αρκετά από αυτούς. «Το γερμανικό κράτος δεν θα πρέπει, επομένως, να τους αποζημιώσει σε περίπτωση ζημιάς», τονίζει ο επικεφαλής του DIW.
Η μεγαλύτερη ανησυχία του Μαρσέλ Φράτσερ αφορά την αγορά χρήματος στην Ευρωζώνη, όπου η ρωσική κεντρική τράπεζα και οι ρωσικές ιδιωτικές τράπεζες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα. «Περιμένω ότι η ΕΚΤ θα επεκτείνει τη δική της κατανομή ρευστότητας και θα βελτιώσει και πάλι τις συνθήκες χρηματοδότησης, προκειμένου να αποφευχθούν αναταραχές. Λόγω του πολέμου, αναμένεται μια πιο επεκτατική νομισματική πολιτική – ειδικά στην Ευρώπη», επισημαίνει ο κ. Φράτσερ.