«Μοναδικό προνόμιο της Θεσσαλονίκης διεθνώς η επαφή επιβατών του Μετρό με τη μακραίωνη ιστορία της πόλης», επισημαίνει η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη.  

Ειδικότερα, η μεγαλύτερη η ανασκαφική έρευνα σωστικού χαρακτήρα που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στην Ελλάδα, διενεργήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της κατασκευής του Μετρό, όπως τόνισε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, ανοίγοντας (με βιντεοσκοπημένο μήνυμά της για έκτακτους λόγους) τις εργασίες του Επιστηµονικού Συνεδρίου που διοργανώνει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης το ΥΠΠΟ, µε θέμα «Διαχείριση Αρχαιοτήτων στο πλαίσιο Μεγάλων Τεχνικών Έργων».

Σύμφωνα με την κ. Μενδώνη, η έρευνα αυτή συνέβαλλε στην αναδίφηση της ιστορίας της πόλης από την ίδρυσή της το 316 π.Χ. ως τις αρχές του 20ου αιώνα. «Το ιστορικό όφελος από την αρχαιολογική έρευνα σε όλο το έργο, ιδιαίτερα στους σταθμούς Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου είναι τεράστιο. Τα ευρήματα αποτυπώνουν διαχρονικά την πολεοδομική εξέλιξη του αστικού ιστού στο ύψος της κεντρικής οδού που διέτρεχε πάντα την πόλη, στην ίδια σχεδόν χάραξη από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως σήμερα», είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Οι ανασκαφές αποκάλυψαν την μνημειακή εικόνα της πρωτοβυζαντινής Θεσσαλονίκης, με επιβλητικές κιονοστήρικτες μαρμαρόστρωτες πλατείες εκατέρωθεν του μαρμαρόστρωτου δρόμου, ενώ παράλληλα τεκμαίρεται ο ευρύς αστικός ανασχεδιασμός του δημοσίου χώρου στον 6ο αιώνα», ανέφερε η υπουργός, επισημαίνοντας πως στο σταθμό Βενιζέλου αποκαλύφθηκαν οι παλαιότερες οικοδομικές βάσεις της Θεσσαλονίκης από τα ελληνιστικά χρόνια, τεκμηριώνοντας την ίδρυσή της από τον Κάσσανδρο και την ανάπτυξή της στα πεδινά και προς τη θάλασσα.

Στην ολοκλήρωση του «εξαιρετικά σύνθετου, πρότυπου και καινοτόμου σε διεθνές επίπεδο» αρχαιολογικού έργου, συνέβαλλε -όπως υπογράμμισε η Λίνα Μενδώνη, η εμπειρία από τη συνεργασία του υπουργείου Πολιτισμού και της αρχαιολογικής του υπηρεσίας, με τους κρατικούς τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς φορείς στους οποίους η πολιτεία αναθέτει την εκτέλεση των έργων. Μάλιστα έκανε μία αναδρομή σε βάθος των τεσσάρων προηγούμενων δεκαετιών, στην αρχή αυτής της συνεργασίας, που όπως επισήμανε «δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ανώδυνη και απαίτησε λεπτούς χειρισμούς και ειλικρινή διάθεση συνεργασίας από όλες τις πλευρές, αλλά η δυσπιστία εκατέρωθεν ήταν δεδομένη» και στάθηκε ιδιαίτερα στις δυσκολίες κατά την κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου των Αθηνών.

«Με τα δημόσια έργα εντός του αθηναϊκού άστεως, το υπουργείο Πολιτισμού απέκτησε μία τεράστια εμπειρία ενώ η αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα ενισχύθηκε με μία σχολή, σύμφωνα με την οποία η κατασκευή ενός τεχνικού έργου σε μία πόλη ζωντανή και πυκνοκατοικημένη με τη διαχρονική της ιστορία και τον μνημειακό της πλούτο να καλύπτει τη μακρά ιστορική διάρκεια, συνδυάστηκε όχι μόνο με την αρχαιολογική έρευνα και τη συνεπαγόμενη αύξηση γνώσης, αλλά κυρίως με την προστασία και την ανάδειξη του μνημειακού αποθέματος», εξήγησε.

Πρόσθεσε ωστόσο, ότι στο πλαίσιο της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης αναδείχθηκε μία ακόμα σχολή για τη διαχείριση, την τεκμηρίωση την προστασία, την ανάδειξη των αρχαιοτήτων, διαφορετική όμως από αυτήν της Αθήνας. «Πιο σύγχρονη, πιο δυναμική, η οποία αφομοίωσε τις σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικές μεθόδους. Συντελέστηκε ένα πρότυπο και καινοτόμο σε παγκόσμια κλίμακα εγχείρημα, το οποίο απαιτούσε κυριολεκτικά χειρουργικές κινήσεις, γνώσεις, εμπειρία, υπευθυνότητα, μέθοδο, σχολαστικότητα και συνεχή εποπτεία», είπε χαρακτηριστικά, δηλώνοντας υπερήφανη για τις λύσεις που δόθηκαν και για τις γνώσεις που αποκομίστηκαν και μπορούν -όπως είπε - να προσφέρουν στις επιστημονικές κοινότητες μηχανικών και αρχαιολόγων.

«Η Θεσσαλονίκη μπορεί να σεμνύνεται για κάτι μοναδικό, έναν αρχαιολογικό χώρο ενταγμένο σε ένα μείζον τεχνικό κοινωφελές έργο, αλλά και ένα αρχαιολογικό χώρο που εντάσσεται οργανικά στην καθημερινότητα των πολιτών, αφού κάθε επιβάτης μπαίνοντας στο μετρό έρχεται σε άμεση επαφή με τη μακραίωνη ιστορία της πόλης και αυτό είναι ένα μοναδικό προνόμιο της Θεσσαλονίκης διεθνώς», κατέληξε η κ. Μενδώνη.