«Τον Απρίλιο του 1923 στο Τεκελί, τη σημερινή Σίνδο, 20 περίπου χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, ο πρόσφατα εγκατεστημένος γεωργός Νικόλαος Παπαδόπουλος από τις Σαράντα Εκκλησιές κατήγγειλε ότι όταν ο ίδιος και η οικογένειά του επιχείρησαν να γιορτάσουν τη μέρα του Πάσχα μαζί με τους ντόπιους, ντόπιοι έδειραν τα παιδιά του, τον γιο του, την κόρη του, και τον ίδιο και τους εξύβρισαν με τις λέξεις, «ρουφιάνοι, πρόστυχοι, πρόσφυγες με τις π….ς τις γυναίκες σας».
«Δεν επέτρεψαν ημάς τους πρόσφυγας να χορεύουμε» είναι τα λόγια του, ενώ το περιστατικό εντοπίζεται στο Αρχείο Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στη δικαστική απόφαση 6037 της 17ης Σεπτεμβρίου 1923 ως έφεση προηγούμενης απόφασης του πταισματοδικείου. Ο 16χρονος κ. Τάντος και ο 20χρονος Γιώργος Σταφύλης (χρησιμοποιούνται ψευδώνυμα στις αναφορές) οι οποίοι φαίνεται να δυσφόρησαν από την πρωτοβουλία της προσφυγικής οικογένειας, αθωώθηκαν στη δίκη λόγω αμφιβολιών. Ανεξάρτητα από το αληθές της καταγγελίας ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο έχει ο συνδυασμός λεκτικής και σωματικής βίας αλλά κυρίως η χρήση της ίδιας της λέξης πρόσφυγας ως υβριστική αποστροφή και αναφορά».
Με τα παραπάνω λόγια, ο διδάκτωρ Ιστορίας και διδάσκων με σύμβαση στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κώστας Τζιάρας παρουσίασε τις αποτυπώσεις της λεκτικής βίας και τα στιγμιότυπα κοινωνικής έντασης μετά την έλευση των προσφύγων το 1922, στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μετά την έρευνά του στις δικαστικές αποφάσεις που είναι καταγεγραμμένες στο αρχείο του Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και στις προφορικές μαρτυρίες που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Καλαμαριάς, ο κ. Τζιάρας επισήμανε ότι υβριστικές υποτιμητικές προσφωνήσεις όπως τουρκόσποροι, πρόσφηγκες, γιαουρτοβαφτισμένοι έχουν επισημανθεί στη βιβλιογραφία και έχουν διασωθεί στη συλλογική μνήμη ως στερεοτυπικές ρατσιστικές προσβολές σε βάρος των προσφύγων, ως ενδείξεις των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Έχουν επισημανθεί, επίσης, αρκετές περιπτώσεις στις οποίες συγκρούσεις πήραν γενικευμένες διαστάσεις στη βάση των αντιπαραθέσεων σε σχέση με την διανομή καλλιεργούμενων γαιών στην ύπαιθρο ή σε συνάφεια με την ακραία φτώχεια και τους όρους ταξικής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης των προσφύγων στις πόλεις.
«Φύγε θα σε φάει ο πρόσφυγας»
Ο διδάκτωρ Ιστορίας ανέφερε, μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία της Διαλεχτής Μεντεκίδου από την Τραπεζούντα, από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Καλαμαριάς. Η ίδια θυμόταν χαρακτηριστικά ότι για χρόνια οι ντόπιοι φοβέριζαν τα παιδιά τους ότι «θα έρθει ο πρόσφυγας να τα πάρει», λέγοντας μάλιστα «φύγε θα σε φάει ο πρόσφυγας» ή «παλιοπρόσφυγοι που δεν σας έσφαξαν οι Τούρκοι».
Οι πρόσφυγες κατηγορούνταν για λειψή εθνική συνείδηση και ανηθικότητα
Σύμφωνα με τον κ. Τζιάρα, η ενδελεχής καταγραφή του υβρεολογίου αναδεικνύει ότι στους πρόσφυγες καταλογίζονταν κατά κύριο λόγο λειψή εθνική συνείδηση, μειωμένη εθνική καθαρότητα (Τουρκόσπορε Τουρκόσπορη, Τούρκε Τουρκάλα, Τούρκισσα), παραβατική συμπεριφορά (σεις οι πρόσφυγες είστε κακούργοι, κακούργοι λησταί, μικρασιάται, κλέφτη, κλέφτρα, Γιαγκούλα), ανέχεια και συσχέτισή τους με τις συναφείς με την ακραία φτώχεια χαρακτηρισμένες ως κοινωνικές ασθένειες του μεσοπολέμου (παλιοπρόσφυγα, πεινασμένη, που ήρθατε εδώ και γίνατε άνθρωποι, τρελή, συφιλιτικιά, φθισικιά, φθισικιέ, χτικιάρη, ψειρού, ψωριάρα).
Προ πάντων όμως, όπως τόνισε, οι πρόσφυγες κατηγορούνταν για ανηθικότητα. «Στη λέξη Τουρκόσπορε – Τουρκόσπορη και σε άλλες ύβρεις θίγεται όχι απλώς η προέλευση από την Τουρκία ή η ανήθικη μεμπτή σεξουαλική συσχέτιση αλλά και η βία, η τραυματική σεξουαλική βία που υπέστησαν οι πρόσφυγες στην περίοδο του διωγμού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά ΄που σας ατίμασε ο Τούρκος΄. Η προσβολή της σεξουαλικής ηθικής και ιδιαίτερα της γυναικείας αποτελεί το πλέον συχνό λεκτικό μοτίβο εξύβρισης για το σύνολο του πληθυσμού. Ειδικότερα όμως για τους πρόσφυγες αποτελούσε στερεότυπη κατηγορία και πολλές φορές η εξύβριση διατυπωνόταν συνεκδοχικά με την αναφορά στον τόπο προέλευσης: Καραμανλού, Σμυρνιά, παλιοΣμυρνιά, Ραιδεστινή. Η προσβολή της προσφυγικής γυναικείας σεξουαλικότητας η οποία συχνά ερμηνεύεται ως προβολή – επισήμανση διαφορετικών πολιτισμικών πρακτικών ή συνηθειών σε σχέση λόγου χάρη με την καθαριότητα, αφορούσε γυναίκες πρόσφυγες που συχνά ζούσαν στο αστικό πλαίσιο μόνες ως χήρες ή ορφανές και οι οποίες αποτελούσαν στόχους ανάμεσα σε άλλα, και κυκλωμάτων σωματεμπορίας» πρόσθεσε.
Η φτώχεια ενεργοποιούσε τις διαφορές
Ο κ. Τζιάρας επισήμανε ότι το ποσοστό της προσφυγικής συμμετοχής συνολικά στο αρχείο του πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αν και όχι ανάλογο με το ποσοστό του προσφυγικού πληθυσμού, είναι σημαντικό και σημείωσε ότι οι εντάσεις που περιγράφονται στο αρχείο αφορούν κυρίως τα λαϊκά στρώματα και εκτυλίσσονται κυρίως στις χωρίς υποδομές φτωχές προσφυγικές συνοικίες. «Η φτώχεια και η μάχη για επιβίωση ενεργοποιούν τις υπαρκτές διαφορές» είπε ενώ εκτίμησε ότι συχνά επισημαίνεται ως ενοποιητική τομή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων η δεκαετία του 1940 μέσω του πολέμου, της πείνας, της καταστροφής και της αντίστασης.