Μια επιπρόσθετη διάσταση που απορρέει από την κατάργηση από τη Βουλή του περιβόητου νόμου «περί ευθύνης υπουργών» (Άρθρο 86 του Συντάγματος), αναδεικνύει ο Βουλευτής Π.Ε. Καβάλας της Νέας Δημοκρατίας κ. Μακάριος Λαζαρίδης, με άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».
Η εξέλιξη αυτή, όπως σημειώνει, αποτελεί προσωπική δικαίωση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος «το 2006, νέος βουλευτής τότε, ανέλαβε την πρωτοβουλία να βρει 50 υπογραφές έτσι ώστε το Άρθρο 86 να είναι στα υπό αναθεώρηση άρθρα της προτείνουσας τότε Βουλής. Η προσπάθεια εκείνη δεν τελεσφόρησε, καθώς το τότε πολιτικό σύστημα “σφύριζε” αδιάφορα». Υπενθυμίζει ακόμη ότι «μόνον 7 συνάδελφοί του δέχτηκαν και συνυπέγραψαν την αναθεώρηση του Άρθρου 86. Έξι από τη Νέα Δημοκρατία και ένας από το ΠΑΣΟΚ, ενώ κανένας από τους έξι τότε βουλευτές του Συνασπισμού (μετεξέλιξη του οποίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν συνυπέγραψε την πρόταση».
«Και, πέρα από τα κροκοδείλια δάκρυα που έχυνε το τότε πολιτικό σύστημα για το εν λόγω ζήτημα», αναφέρει ο κ. Λαζαρίδης, «παρακολουθούσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα τον κ. Τσίπρα να συμβάλλει με θράσος και περίσσια υποκρισία στον αποπροσανατολισμό από τα μείζονα κατηγορώντας τον σημερινό πρωθυπουργό ότι δήθεν δεν επιθυμούσε την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου».
Πριν από 13 χρόνια, συνεχίζει ο κ. Λαζαρίδης, «ο κ. Μητσοτάκης έδειξε στην πράξη την αποφασιστικότητά του να αναθεωρηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Πήγε απέναντι ακόμη και στην τότε επίσημη θέση της Νέας Δημοκρατίας, καθώς πίστευε ότι οι πολιτικοί πρέπει και οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες. Από τότε μέχρι σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης έχει μείνει πιστός στη θέση του περί αναθεώρησης του Άρθρου 86. Όχι μόνο δεν έκανε κωλοτούμπα – πρακτική στην οποία επιδίδεται με ευκολία ο κ. Τσίπρας – αλλά περίμενε υπομονετικά προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει έμπρακτα την πολιτική του συνέπεια, γεφυρώνοντας κατά τι την απόσταση μεταξύ πολιτικών και πολιτών».
Ο κ. Λαζαρίδης εκφράζει την ελπίδα «η εξέλιξη αυτή να μας διδάξει ένα πράγμα: όταν σε αυτήν τη χώρα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε ως αξία και ως παράδειγμα προς μίμηση τις αρχές της πολιτικά διαχρονικής σταθερότητας των απόψεων και της πολιτικής παρρησίας που πρέπει να συνοδεύει αυτές τι απόψεις, τότε είναι βέβαιο ότι κάτι θα αλλάξει θετικά σε αυτή τη χώρα. Και, προσωπικά, αισθάνομαι ότι τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου κάναμε ένα σαφές και γενναίο βήμα προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση».
Αναλυτικά το άρθρο:
«Μία από τις παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος – και μάλιστα σοβαρή – είναι η ελλειμματική αίσθηση εμπιστοσύνης που αισθάνονται οι πολίτες προς τους πολιτικούς.
Σίγουρα εμείς οι πολιτικοί έχουμε κατ’ επανάληψη απογοητεύσει τους πολίτες εδώ και δεκαετίες. Τους έχουμε δώσει το δικαίωμα να αισθάνονται καχυποψία. Τους έχουμε δυσαρεστήσει, με συνέπεια, αρκετοί να έχουν, όπως είναι λογικό, χάσει την πίστη τους σε εμάς.
Το γιατί και από που ξεκίνησε, το πως γιγαντώθηκε, το αν όλοι είναι υπόλογοι, είναι σίγουρα ερωτήματα που οφείλουν να απασχολήσουν το δημόσιο διάλογο. Αυτό που ωστόσο κρίνεται σημαντικότερο, είναι να δούμε με ποιους τρόπους μπορεί να αντιστραφεί η αντίληψη αυτή.
Και θεωρώ ότι η ανάδειξη νέων προτύπων είναι εξόχως σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό γιατί η εξουσία του πολιτικού έγκειται στο γεγονός ότι νομιμοποιεί συμπεριφορές και προσφέρει άλλοθι για τις επιλογές του πολίτη.
Η αφορμή για αυτές τις σκέψεις μου δόθηκε με την πρόσφατη ολοκλήρωση της αναθεώρησης του Ελληνικού Συντάγματος. Η Ελλάδα διαθέτει πλέον νέο Σύνταγμα. Ένα καλύτερο Σύνταγμα. Και αυτό γιατί στις κορυφαίες αλλαγές που ψηφίστηκαν περιλαμβάνεται η κατάργηση του περιβόητου νόμου «περί ευθύνης υπουργών» (Άρθρο 86 του Συντάγματος). Με την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου, οι πολιτικοί πλέον έχουν ακριβώς την ίδια αντιμετώπιση με τους απλούς πολίτες. Η πατρίδα μας πραγματοποίησε ένα πολύ σημαντικό βήμα Δημοκρατίας και ισονομίας.
Αυτό από μόνο του αποτελεί μία θετική εξέλιξη ως προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα σε πολίτες και πολιτικούς.
Επιτρέψτε μου, ωστόσο να αναδείξω και μια επιπρόσθετη διάσταση που απορρέει από το συγκεκριμένο ζήτημα. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί προσωπική δικαίωση του πρωθυπουργού. Και δεν ομιλώ για δικαίωση επειδή απλά πέτυχε ένα στόχο του. Ομιλώ για δικαίωση γιατί όταν μία σταθερή πολιτική άποψη ετών γίνεται αποδεκτή με τόσο ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, αυτό αναπόφευκτα σημαίνει ότι η πολιτική συνέπεια επιβραβεύεται και αναδεικνύεται ως πολιτική αξία.
Εξηγούμαι: ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2006, νέος βουλευτής τότε, ανέλαβε την πρωτοβουλία να βρει 50 υπογραφές έτσι ώστε το Άρθρο 86 να είναι στα υπό αναθεώρηση άρθρα της προτείνουσας τότε Βουλής. Η προσπάθεια εκείνη δεν τελεσφόρησε, καθώς το τότε πολιτικό σύστημα «σφύριζε» αδιάφορα!
Ειδικότερα, στις 17 Νοεμβρίου 2006, ο κ. Μητσοτάκης κατέθεσε πρόταση αναθεώρησης του Άρθρου 86, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Συντάγματος και το άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής.
Απέστειλε τότε επιστολή και στους 299 συναδέλφους τους ζητώντας τους να συνυπογράψουν την συγκεκριμένη πρόταση. Ωστόσο, ήταν πολύ μόνος, καθώς μόνον 7 συνάδελφοί του δέχτηκαν και συνυπέγραψαν την αναθεώρηση του Άρθρου 86. Έξι από τη Νέα Δημοκρατία και ένας από το ΠΑΣΟΚ.
Για την ιστορία, αλλά και για να γνωρίζουν οι πολίτες ότι υπάρχουν πολιτικοί που βλέπουν μπροστά, οι συνάδελφοι του κ. Μητσοτάκη που υπέγραψαν ήταν: ο σημερινός Πρόεδρος της Βουλής κ. Κ. Τασούλας, ο σημερινός διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού στη Βουλή κ. Μιχ. Μπεκίρης, οι Ν. Γεωργιάδης, Γ. Κοντογιάννης, Σ. Καλαντζάκου, Δ. Γαλαμάτης και από το ΠΑΣΟΚ ο κ. Α. Λοβέρδος.
Φυσικά κανένας από τους έξι τότε βουλευτές του Συνασπισμού (μετεξέλιξη του οποίου είναι ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν συνυπέγραψε την πρόταση Μητσοτάκη. Οι βουλευτές του Συνασπισμού – και πάλι για την ιστορία, αλλά και για την υποκρισία Κομμάτων και βουλευτών – ήταν οι κ. Ν. Κωνσταντόπουλος, Α. Αλαβάνος (δυο χρόνια αργότερα έδινε το δαχτυλίδι της διαδοχής στον κ. Τσίπρα), Φ. Κουβέλης, Γ. Δραγασάκης, Αθ. Λεβέντης και η κυρία Α. Ξυροτήρη-Αικατερινάρη.
Και, πέρα από τα κροκοδείλια δάκρυα που έχυνε το τότε πολιτικό σύστημα για το εν λόγω ζήτημα, παρακολουθούσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα τον κ. Τσίπρα να συμβάλλει με θράσος και περίσσια υποκρισία στον αποπροσανατολισμό από τα μείζονα κατηγορώντας τον σημερινό πρωθυπουργό ότι δήθεν δεν επιθυμούσε την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου!
Η απάντηση, ευτυχώς, δόθηκε περίτρανα στη Βουλή στις 25 Νοεμβρίου, ημέρα ψήφισης του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας. Πριν από 13 χρόνια, ο κ. Μητσοτάκης έδειξε στην πράξη την αποφασιστικότητά του να αναθεωρηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Πήγε απέναντι ακόμη και στην τότε επίσημη θέση της Νέας Δημοκρατίας, καθώς πίστευε ότι οι πολιτικοί πρέπει και οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες.
Από τότε μέχρι σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης έχει μείνει πιστός στη θέση του περί αναθεώρησης του Άρθρου 86. Όχι μόνο δεν έκανε κωλοτούμπα – πρακτική στην οποία επιδίδεται με ευκολία ο κ. Τσίπρας – αλλά περίμενε υπομονετικά προκειμένου να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει έμπρακτα την πολιτική του συνέπεια, πετυχαίνοντας την αναθεώρηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και γεφυρώνοντας κατά τι την απόσταση μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Ξεκινώντας έτσι να αποκαθιστά την εμπιστοσύνη μεταξύ τους, κάτι που αν δεν πραγματοποιηθεί πολύ δύσκολα η πατρίδα μας θα πάει μπροστά.
Ελπίζω η εξέλιξη αυτή να μας διδάξει ένα πράγμα: όταν σε αυτήν τη χώρα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε ως αξία και ως παράδειγμα προς μίμηση τις αρχές της πολιτικά διαχρονικής σταθερότητας των απόψεων και της πολιτικής παρρησίας που πρέπει να συνοδεύει αυτές τι απόψεις, τότε είναι βέβαιο ότι κάτι θα αλλάξει θετικά σε αυτή τη χώρα.
Και, προσωπικά, αισθάνομαι ότι τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου κάναμε ένα σαφές και γενναίο βήμα προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση».