Η επίσκεψη στην Κύπρο κάθε φορά είναι σαν γροθιά στο στομάχι. Βρέθηκα στη Λευκωσία πριν από μερικές ημέρες και ένιωσα πάλι αυτό το περίεργο συναίσθημα που δεν περιγράφεται.
Οταν έγινε η τουρκική εισβολή το ’74, δεν είχα γεννηθεί. Ο,τι ξέρω είναι από όσα άκουσα, από όσα διάβασα και από όσα είδα στην τηλεόραση ή εκ του σύνεγγυς κάθε φορά που είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την Κύπρο. Μερικά από αυτά μού είναι αδύνατο να τα επεξεργαστώ.
Δεν μπορώ για παράδειγμα να σβήσω από τη μνήμη μου την περιγραφή του πατέρα μου για την επιστράτευση όταν ως ναύτης έζησε τα γεγονότα. «“Μας διατάζουν να γυρίσουμε πίσω”, μας είπε ο κυβερνήτης με δάκρυα στα μάτια», μου διηγήθηκε και ένα ποτάμι δάκρυα άρχισε να τρέχει και από τα δικά μου μάτια.
Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο με πόνεσε όταν αντίκρισα την πράσινη γραμμή, τη νεκρή ζώνη, εκεί στην οδό Λήδρας και πιο πέρα. O,τι πρόλαβε πήρε ο Αττίλας και το νησί κόπηκε βίαια στα δύο με μια στενή λωρίδα ανάμεσα. Ο,τι βρίσκεται εκεί, εδώ και 49 χρόνια δεν έχει ζωή: νεκρά σπίτια, νεκρά αυτοκίνητα, νεκρές γειτονιές, νέκρα…
Και την ίδια στιγμή, στην ελεύθερη Κύπρο και στα Κατεχόμενα, οι άνθρωποι να προσποιούνται πως μπορούν να ζουν χωρίς να σκέφτονται τι έχει συμβεί. Ολους τους απασχολεί, να το ξέρετε. Και τους νέους. Κι ας μην το παραδέχονται, κι ας μην έχουν αναμνήσεις από τότε που ακόμα δεν είχε πληγωθεί το χώμα τους και οι ψυχές των γονιών και των παππούδων τους.
Δεν μπορώ να ξεχάσω επίσης τα αμοντάριστα πλάνα από όταν επιτράπηκε στους Ελληνοκυπρίους να περάσουν στα Κατεχόμενα και να επισκεφθούν τα σπίτια που μεγάλωσαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν σοκαριστικές οι εικόνες και τα συναισθήματα ανάμικτα: χαρά, θυμός, μελαγχολία, αγαλλίαση… όλα αυτά μαζί με άλλα τόσα και άλλα τόσα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω. Δεν θα ξεχάσω. Δεν ξεχνώ.
Με την προσδοκία ότι θα έρθει η ημέρα που η Κύπρος μας θα είναι ελεύθερη ξανά και αυτά τα 50 χρόνια θα είναι μια «μαύρη» παρένθεση στην αιωνιότητα.