Η προσαρμογή στην ψηφιακή εποχή, η ενίσχυση της ισότητας και ο σεβασμός σε δασκάλους και καθηγητές είναι οι τρεις μεγάλες προκλήσεις για την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, τονίζει στο «Μανιφέστο» ο υφυπουργός Παιδείας Κώστας Βλάσσης, ο οποίος θέτει ως προσωπικό στοίχημα την ουσιαστική αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης στην Ελλάδα.

Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα για την ελληνική εκπαίδευση;

Διαχρονικά, η ελληνική εκπαίδευση βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις από τις οποίες θα αναφέρω τρεις πολύ ουσιαστικές λόγω του μεγάλου αντίκτυπου που έχουν στην ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.

Η πρώτη προφανής πρόκληση της ελληνικής εκπαίδευσης είναι η επιβεβλημένη προσαρμογή της στα δεδομένα της ψηφιακής εποχής. Η ταχεία τεχνολογική εξέλιξη έχει επηρεάσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο μαθητές και εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούν με τη γνώση. Η εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιήσει τα ψηφιακά μέσα, όχι μόνο ως εργαλείο διδασκαλίας, αλλά και ως παράγοντα ανάπτυξης κριτικής σκέψης, δημιουργικότητας και δεξιοτήτων του 21ου αιώνα.

Παράλληλα, η ενίσχυση της ισότητας στην εκπαίδευση αποτελεί βασικό ζητούμενο. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι μαθητές και όλες οι μαθήτριες, ανεξαρτήτως κοινωνικού και οικονομικού υπόβαθρου ή δυσκολιών, έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη μάθηση και, κατ’ επέκταση, ίσες ευκαιρίες προσωπικής εξέλιξης.

Η τελευταία και πιο σημαντική όμως πρόκληση, την οποία καλούμαστε όλοι μαζί ως γονείς να αντιμετωπίσουμε, είναι το να απολαμβάνουν το ελληνικό δημόσιο σχολείο και ο Ελληνας εκπαιδευτικός τον σεβασμό που τους αναλογούν από τους μαθητές και τις μαθήτριές τους. Μόνο όταν καταφέρουμε τα παιδιά μας να πηγαίνουν στο σχολείο νιώθοντας εμπιστοσύνη για τη δουλειά όλων μας, τόσο από πλευράς του υπουργείου Παιδείας όσο και από πλευράς των εκπαιδευτικών μας, θα μπορούμε να μιλάμε για μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Το μεγάλο μας στοίχημα ως γενιά είναι να εμφυσήσουμε στα παιδιά μας τον σεβασμό στον άνθρωπο, την αγάπη για τη γνώση και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, που εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.

Τι αλλάζει ουσιαστικά με την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων;

Η αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων αποτελεί ένα κρίσιμο εργαλείο για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, με στόχο την ενίσχυση της ποιότητας, της διαφάνειας και της υπευθυνότητας σε όλα τα επίπεδα. Η αλλαγή δεν αφορά μόνο τον έλεγχο αλλά κυρίως την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, δίνοντάς τους τα μέσα να εξελίσσονται επαγγελματικά και να αξιοποιούν τις δεξιότητές τους πλήρως.

Σήμερα, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει βελτιωτικό και όχι τιμωρητικό χαρακτήρα και καλύπτει τρία πεδία: α. τη διδακτική διαδικασία, β. το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης και γ. την υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια, με διαφορετική περιοδικότητα και εμπλοκή συμβούλων και διευθυντών.

Παράλληλα, σε επίπεδο σχολικής μονάδας υλοποιείται αυτοαξιολόγηση που ενισχύει τη συλλογική ευθύνη και προάγει τον αναστοχασμό. Οι σχολικές μονάδες αποκτούν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως ζωντανές κοινότητες μάθησης, με σαφή προσανατολισμό στην καινοτομία, τη συνεργασία και την ενίσχυση των μαθητών. Η εσωτερική αξιολόγηση κάθε σχολικής μονάδας αποτιμάται σε τρεις βασικές λειτουργίες: την παιδαγωγική-μαθησιακή, τη διοικητική και την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Οι λειτουργίες αυτές εξειδικεύονται σε εννέα άξονες, από τη διδασκαλία, τη μάθηση και τις σχέσεις μαθητών-εκπαιδευτικών έως την ηγεσία, τη σύνδεση με την κοινότητα και τη συμμετοχή σε επιμορφώσεις και προγράμματα. Στόχος είναι η αξιοποίηση των εσωτερικών εκπαιδευτικών πόρων για την ανάπτυξη της σχολικής μονάδας σε οργανισμό μάθησης αλλά και η ανάδειξη τομέων της που μπορούν να βελτιωθούν μόνο με την εξωτερική παρέμβαση των υπερκείμενων δομών, σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, Περιφερειακής Διεύθυνσης και Υπουργείου.

Μέσω αυτών των διαφανών διαδικασιών αξιολόγησης και εποπτείας δημιουργείται κουλτούρα συνεχούς βελτίωσης, ώστε ο εκπαιδευτικός να μην είναι απλός αποδέκτης κρίσης, αλλά ενεργός συνδιαμορφωτής με αυξημένη υπευθυνότητα και μεγαλύτερη αυτονομία. Ενώ και τα σχολεία αποκτούν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τη δράση τους στις τοπικές ανάγκες και να αναδεικνύουν καλές πρακτικές.

Η πολιτική αυτή αντανακλά τη δέσμευση της πολιτείας να δημιουργήσει ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό περιβάλλον όπου η αξιολόγηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μοχλός βελτίωσης, αναγνώρισης και ενδυνάμωσης – πάντα προς όφελος της κοινωνίας συνολικά και ειδικά των παιδιών, που αποτελούν τον πυρήνα της εκπαιδευτικής στρατηγικής μας.

Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης;

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της εκπαίδευσης αποτελεί στρατηγική δέσμευση για τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ευέλικτου και αποτελεσματικού συστήματος μάθησης που θέτει στο επίκεντρο τα παιδιά και την ουσία της εκπαίδευσής τους, ενισχύοντας την ολόπλευρη ανάπτυξη γνώσεων, δεξιοτήτων και κριτικής σκέψης.

Οι προτεραιότητες του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού εστιάζουν στη διασφάλιση σταθερών και υψηλής ταχύτητας συνδέσεων σε όλα τα σχολεία, ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως επίσης και στην παροχή σύγχρονου εξοπλισμού, από τάμπλετ και φορητούς υπολογιστές μέχρι διαδραστικούς πίνακες και εξειδικευμένα εργαλεία για μαθητές με ειδικές ανάγκες, ενσωματώνοντας παράλληλα συστήματα ρομποτικής και STEM.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη μείωση του ψηφιακού χάσματος, ώστε όλα τα παιδιά να έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη γνώση, με προσαρμογή των ψηφιακών λύσεων στις ανάγκες μαθητών με αναπηρίες. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται στην αξιοποίηση ψηφιακών εργαλείων.

Ο εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων σπουδών μέσω ανάπτυξης νέου, ανοιχτού ψηφιακού εκπαιδευτικού περιεχομένου και η ενσωμάτωση καινοτόμων παιδαγωγικών μεθόδων –όπως blended learning, εξατομικευμένη μάθηση, project-based learning και χρήση τεχνητής νοημοσύνης– καθιστούν τη μάθηση διαδραστική, εξατομικευμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες κάθε παιδιού. Ταυτόχρονα, η ενοποίηση και διασύνδεση ψηφιακών πλατφορμών και η ψηφιοποίηση διοικητικών διαδικασιών μειώνουν τη γραφειοκρατία και ενισχύουν τη διαφάνεια, ενώ η προστασία προσωπικών δεδομένων και η κυβερνοασφάλεια παραμένουν ακρογωνιαίοι λίθοι.

Μέσα από έργα όπως η αναβάθμιση της πλατφόρμας myschool και η ανάπτυξη νέων προγραμμάτων πληροφορικής, ο ψηφιακός μετασχηματισμός γίνεται εργαλείο ουσιαστικής εκπαιδευτικής ανάπτυξης, προσβάσιμο σε όλα τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, ενισχύοντας τις δεξιότητες για τον 21ο αιώνα και δημιουργώντας ένα σύγχρονο, ισότιμο και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό περιβάλλον.

Αυτές τις μέρες βρίσκεται στη Βουλή προς ψήφιση το νομοσχέδιο για την ίδρυση των Ακαδημιών Επαγγελματικής Κατάρτισης. Ποια η καινοτομία αυτών των ακαδημιών;

Η καινοτομία των Ακαδημιών Επαγγελματικής Κατάρτισης έγκειται στη συνέργεια της κρατικής εποπτείας με την ενεργή συμμετοχή των οικονομικών φορέων της αγοράς. Πιο αναλυτικά, οι ακαδημίες λειτουργούν ως αποκεντρωμένα παραρτήματα των δημοσίων ΣΑΕΚ, με σαφή περιφερειακή εμβέλεια και θεματική εξειδίκευση, επιτρέποντας την ανάπτυξη προγραμμάτων που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και των επιχειρήσεων. Το πρώτο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής προγραμματίζουμε να είναι η ίδρυση της Ακαδημίας Επαγγελματικής Κατάρτισης στην Τρίπολη με εξειδίκευση στην παραγωγή φαρμάκου, σε συνεργασία με τρεις νέες, μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Με αυτή την πρωτοβουλία, η πόλη προορίζεται να καταστεί ευρωπαϊκός κόμβος φαρμάκου –όπως έχει προαναγγείλει και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης– δημιουργώντας ταυτόχρονα προοπτικές απασχόλησης και ανάπτυξης για τους νέους.

Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο εξασφαλίζει ότι οι καταρτιζόμενοι θα έχουν πρακτική άσκηση ή μαθητεία με πλήρη ασφάλιση και αμοιβή, ενώ ένα ποσοστό 40% αυτών που αποφοιτούν θα απορροφάται από τους συνεργαζόμενους φορείς. Με αυτόν τον τρόπο η ακαδημία δεν είναι απλά ένα εκπαιδευτικό κέντρο, αλλά εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας και σύνδεσης της κατάρτισης με την παραγωγή, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την περιφερειακή ισορροπία, προσφέροντας στους νέους δεξιότητες αιχμής και πραγματικές επαγγελματικές προοπτικές.

Φέτος σημειώθηκε αριθμός ρεκόρ στην προσφορά θέσεων μαθητείας για το μεταλυκειακό έτος και μάλιστα κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα. Πώς μεταφράζεται αυτό στο έργο του υπουργείου, αλλά και ποιο το κέρδος για τους εκπαιδευόμενους;

Η φετινή χρονιά σηματοδοτεί ορόσημο για τον θεσμό της μαθητείας, με συνολικά 14.116 διαθέσιμες θέσεις για το μεταλυκειακό έτος-τάξη μαθητείας 2025-2026, καταγράφοντας αύξηση 27% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Από αυτές, 3.917 προέρχονται από το Δημόσιο και 10.199 από τον ιδιωτικό τομέα, που αντιστοιχούν στο 72% των θέσεων, αναδεικνύοντας έτσι την ισχυρή συμμετοχή των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση, αλλά και την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στον θεσμό. Η συνεργασία αυτή δημιουργεί μια άμεση σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, επιτρέποντας στους μαθητές να αποκτήσουν πρακτική και ουσιαστική εμπειρία στο επαγγελματικό πεδίο, δεξιότητες που αναγνωρίζονται από τους εργοδότες και ρεαλιστικές δυνατότητες πρόσληψης.

Παράλληλα, η αύξηση των θέσεων από τον ιδιωτικό τομέα κατά 40% σε σχέση με πέρυσι δείχνει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στον θεσμό και την επιτακτική ανάγκη για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Για το υπουργείο, αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα των ενεργειών μας που αφορούν την ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ενώ για τους μαθητές σημαίνει λιγότερη ανασφάλεια, μετατρέποντας τη μάθηση σε επαγγελματική αποκατάσταση με αξιοπιστία.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε μία μεταρρύθμιση ως προσωπικό σας στοίχημα, ποια θα ήταν;

Το προσωπικό μου στοίχημα είναι η ουσιαστική αναβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης στην Ελλάδα. Για χρόνια, η ΕΕΚ αντιμετωπιζόταν συχνά ως περιφερειακή ή υποδεέστερη επιλογή μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, και η αξία της για την επαγγελματική πορεία των νέων υποτιμάτο. Επίσης, η Διά Βίου Μάθηση ήταν στο παρασκήνιο.

Σήμερα, η στρατηγική μας είναι σαφής: η ΕΕΚ πρέπει να αποτελεί επιλογή εκπαίδευσης, είναι ένας ισότιμος και σύγχρονος εκπαιδευτικός δρόμος που προσφέρει στους μαθητευόμενους και εκπαιδευόμενους ουσιαστικές δεξιότητες, δυνατότητες απασχόλησης και επαγγελματικής αποκατάστασης. Μέσα από την αναβάθμιση και ίδρυση νέων Σχολών Ανώτερης Επαγγελματικής Κατάρτισης, τη δημιουργία Ακαδημιών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και τις Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης χτίζουμε ένα ολοκληρωμένο και πολύ ελκυστικό σύστημα εξειδικευμένης εκπαίδευσης, που δημιουργεί προοπτικές κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης για όλους τους συμμετέχοντες.

Στο υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού πιστεύουμε ότι με συστηματική δουλειά, επιμορφώσεις του προσωπικού και συνεχείς επενδύσεις σε υποδομές –πάντα σε συνάρτηση με τη συμβολή όλων των κοινωνικών εταίρων– η Επαγγελματική Εκπαίδευση θα μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης, κοινωνικής ανόδου και επαγγελματικής προόδου για κάθε νέα και νέο στην Ελλάδα.