Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς η συζήτηση γύρω από την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής εντείνεται. Μετά από έναν χρόνο συνεχόμενων μειώσεων επιτοκίων και την τρέχουσα σταθεροποίηση στο 2%, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα σε αντικρουόμενες πιέσεις: τη μείωση του πληθωρισμού και την ανάγκη για στήριξη της ανάπτυξης από τη μία, και τον κίνδυνο υπερβολικής χαλάρωσης από την άλλη.

Από τη χρηματοπιστωτική κρίση στην πανδημία και τον πληθωρισμό

Η ΕΚΤ, όπως και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, κινήθηκε την τελευταία δεκαπενταετία σε ακραίες κατευθύνσεις. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ακολούθησε μια μακρά περίοδο πολιτικής «χαμηλών έως αρνητικών» επιτοκίων, σε συνδυασμό με προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Η στρατηγική αυτή στόχευε στην τόνωση της ζήτησης και στη διάσωση της ευρωζώνης από τον κίνδυνο αποπληθωρισμού.

Η πανδημία του 2020 επέβαλε ακόμα πιο επεκτατική πολιτική, με μαζικές αγορές ομολόγων και μηδενικά επιτόκια. Ωστόσο, η απότομη άνοδος του πληθωρισμού το 2021–2022, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και της γεωπολιτικής αστάθειας, ανάγκασε την ΕΚΤ να προχωρήσει σε ταχεία αύξηση επιτοκίων, τερματίζοντας μια δεκαετία εξαιρετικά χαμηλού κόστους δανεισμού.

Η πρόσφατη μείωση στο 2% σηματοδοτούν μια νέα φάση: την αναζήτηση ισορροπίας σε ένα περιβάλλον αβέβαιης ανάπτυξης και αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.

Η παρούσα συγκυρία: Ανθεκτικότητα με αστερίσκους

Τα στοιχεία δείχνουν, ότι η οικονομία της ευρωζώνης αντέχει καλύτερα από τις προβλέψεις. Η επιχειρηματική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το καλοκαίρι, ενώ οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν για πρώτη φορά μετά από μήνες. Ο πληθωρισμός παραμένει κοντά στον στόχο του 2%, δημιουργώντας την εικόνα μιας ελεγχόμενης κατάστασης.

Ωστόσο, οι αμερικανικοί δασμοί 15% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές προκαλούν ανησυχία. Ορισμένοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι η πρόσκαιρη ενίσχυση των παραγγελιών ίσως αντανακλά μια «τεχνητή» ζήτηση, καθώς οι εισαγωγείς έσπευσαν να προλάβουν τους νέους εμπορικούς φραγμούς. Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας επιβράδυνσης το φθινόπωρο.

Το δίλημμα της ΕΚΤ: «Περιστέρια εναντίον γερακιών»

Στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, τα «περιστέρια» υποστηρίζουν πως μια νέα μείωση επιτοκίων θα μπορούσε να στηρίξει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, ειδικά σε χώρες με χαμηλή ανάπτυξη ή σημάδια στασιμότητας. Αντίθετα, τα «γεράκια» επιμένουν ότι οποιαδήποτε βιαστική χαλάρωση μπορεί να αποσταθεροποιήσει τον πληθωρισμό και να πλήξει την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.

Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει υιοθετήσει προσεκτική στάση, τονίζοντας, ότι οι αποφάσεις θα ληφθούν βάσει των επικείμενων στοιχείων, όπως οι μετρήσεις πληθωρισμού του Αυγούστου και οι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας του φθινοπώρου.

Οι αγορές, τα ομόλογα και το ευρώ

Μια νέα μείωση των επιτοκίων θα είχε σημαντικές συνέπειες στις αγορές. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αναμένεται να υποχωρήσουν, αυξάνοντας τη ρευστότητα, ενώ το ευρώ θα μπορούσε να πιεστεί περαιτέρω έναντι του δολαρίου. Η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα, καθώς επηρεάζει άμεσα τις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης.

Οι επενδυτές, πάντως, εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, στοιχηματίζοντας σε μια παρατεταμένη παύση της ΕΚΤ. Ωστόσο, οι αναλυτές τονίζουν ότι οι αμερικανικοί δασμοί και οι γεωπολιτικές εξελίξεις μπορούν εύκολα να ανατρέψουν αυτή την ισορροπία.

Οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες

Η συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου δύσκολα θα φέρει νέα μείωση επιτοκίων, εκτός αν υπάρξει αιφνίδια επιδείνωση των οικονομικών δεδομένων. Πολύ πιθανότερο θεωρείται ότι οι ουσιαστικές συζητήσεις για περαιτέρω χαλάρωση θα γίνουν το φθινόπωρο, στις συνεδριάσεις της 30ης Οκτωβρίου και της 18ης Δεκεμβρίου.

Σε κάθε περίπτωση, η πορεία του πληθωρισμού, η δυναμική της ανάπτυξης και οι εξωτερικοί κίνδυνοι —από τις εμπορικές εντάσεις με τις ΗΠΑ έως τον πόλεμο στην Ουκρανία— θα καθορίσουν το αν η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέες μειώσεις ή αν θα διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια, τουλάχιστον έως την άνοιξη του 2025. Αναλυτές διαβλέπουν δύο βασικά σενάρια:

  • Σενάριο σταθερότητας – Εφόσον ο πληθωρισμός παραμείνει κοντά στον στόχο και η ανάπτυξη, αν και ασθενής, αποδειχθεί ανθεκτική, η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα.
  • Σενάριο χαλάρωσης – Αν οι δασμοί των ΗΠΑ επηρεάσουν σοβαρά τις εξαγωγές ή οι γεωπολιτικές εξελίξεις (π.χ. συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία) προκαλέσουν ύφεση, τότε η ΕΚΤ θα επανέλθει σε κύκλο μειώσεων, στα τέλη του 2025.

Κλείνοντας, η ΕΚΤ φαίνεται να βαδίζει σε μια λεπτή ισορροπία: κάθε απόφαση για τα επιτόκια θα έχει άμεσες συνέπειες, όχι μόνο για τις αγορές και τις κυβερνήσεις, αλλά και για εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις που βρίσκονται στο έλεος του κόστους δανεισμού. 

Σε ένα περιβάλλον αβέβαιο, η στρατηγική της Λαγκάρντ συνοψίζεται στη φράση «βλέπουμε και πράττουμε» —μια επιλογή που καθιστά τους επόμενους μήνες του 2025, κομβικούς για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

*Ο Χρήστος Κουπελίδης είναι Οικονομολόγος & Σύμβουλος Στρατηγικής Ανάπτυξης