Η εποχή του Κώστα Σημίτη κρίνεται από τους ιστορικούς. Η χώρα τότε προχώρησε, μέσω της κατασκευής μεγάλων έργων και του γενικότερου εκσυγχρονισμού των υποδομών της.

Γράφει η Μαρίνα Πλέσσα

Η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ, ενώ η Ελλάδα εισήλθε στην ΟΝΕ. Αν εξετάσουμε τις δύο μεγάλες περιόδους διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργούς τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη, η διαφορά είναι η μέρα με τη νύχτα. Ο εκσυγχρονιστής πρωθυπουργός αντελήφθη την ανάγκη για αλλαγή ρότας σε όλα τα επίπεδα και την έκανε πράξη. Περιθωριοποίησε στο βαθμό του δυνατού τις αντιπαραγωγικές λογικές του «παλαιού» ΠΑΣΟΚ, τα υπολείμματα του οποίου βέβαια έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να υπονομεύσουν αλλά και να διασύρουν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Ομως, εδώ κρίνεται ο Κώστας Σημίτης και όχι το ΠΑΣΟΚ συνολικότερα. Στις ημέρες της διακυβέρνησής του, ο πρώην πρωθυπουργός απευθύνθηκε στο μετριοπαθές και –απ’ ό,τι αποδεικνύεται συνεχώς– πολυπληθές ακροατήριο του Κέντρου και το κέρδισε.

Αυτό πιστώνεται πολιτικά στον ίδιο. Το ΠΑΣΟΚ κρατήθηκε σε υψηλά επίπεδα στο εκλογικό πεδίο επί μακρόν, ακριβώς λόγω αυτής της τακτικής. Ο Κώστας Σημίτης διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1996 ως το 2004. Η διεθνής κοινότητα τον άκουγε με προσοχή, ενώ η ΕΕ τον πίστεψε και του έβαλε πλάτη. Για την εποχή του, αναμφισβήτητα πρωτοπόρησε. Και δεν δίστασε, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο, να συγκρουστεί ή να εκδώσει τελεσίγραφα προς όλους όσοι στο ΠΑΣΟΚ δυσκολεύονταν να «αφομοιώσουν» τις μεταρρυθμίσεις. Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εκδήλωση προς τιμήν του λέει πολλά για την αναγνώριση της προσπάθειας του Κώστα Σημίτη και της προσφοράς του από το μεταρρυθμιστικό και φιλελεύθερο Κέντρο.

Τοξική εχθρότητα

Η Αριστερά δεν είδε τον εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό με καλό μάτι. Ο λόγος είναι προφανής: Ο εκσυγχρονισμός «ακυρώνει» την ίδια της την ιδεολογικοπολιτική υπόσταση. Μεταρρυθμίζει, φέρνει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας και, ως εκ τούτου, κλείνει τον κύκλο της στασιμότητας, της μιζέριας και της ένδειας, που τροφοδοτούν εκλογικά τους θιασώτες της ιδεολογίας του ταξικού μίσους. Αλλωστε, η τοξικότητα αποτελεί όπως αποδεικνύεται ίδιον του ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία του κόμματος της «ξεδοντιασμένης» στην κάλπη αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόσφατα άλλαξε. Αλλά, αντί αυτή να αντιληφθεί τις αιτίες των απανωτών ηττών και να παρέμβει αλλάζοντας την προσέγγιση του κόμματος, ενσωμάτωσε τελικά στη ρητορική της τη λογική του «κουμουνδούρειου» αριστερού όχλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν λοιπόν απών από την εκδήλωση στον Ελληνικό Κόσμο. Ο Στέφανος Κασσελάκης, από την πλευρά του, έβαλε την ταφόπετρα στην όποια προοπτική του κόμματός του για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, στηλιτεύοντας με δηλώσεις του τα πεπραγμένα της εποχής του Κώστα Σημίτη. Και αυτό, λίγο μετά τη συνάντησή του με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μάλιστα δηλώσεις που θύμισαν Αλέξη Τσίπρα της εποχής 2012-2015. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έχει εδώ και πολύ καιρό επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται, απευθυνόμενος στο μετριοπαθές κεντρώο ακροατήριο το οποίο μάλιστα συνεχώς τον επιβραβεύει στην κάλπη, παρέστη στην εκδήλωση που οργάνωσε το Δίκτυο για τις Μεταρρυθμίσεις, του οποίου ηγείται η Αννα Διαμαντοπούλου, στον Ελληνικό Κόσμο.

Νηφάλια κριτική

Ο χρόνος περνά και είναι προφανές πως πλέον ο ιστορικός, με νηφαλιότητα και μακριά από εντάσεις και πολιτικές που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, κοιτάζει με άλλο μάτι την εποχή της πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη. Ο πρώην πρωθυπουργός ανέλαβε το 1996 την ηγεσία ενός κόμματος που κουβαλούσε πολλά «κουσούρια». Προσπάθησε να το αλλάξει και δέχθηκε σφοδρό εσωκομματικό πόλεμο. Οι γύρω του δεν τον βοήθησαν καθόλου. Κι όμως, κατάφερε και έφερε χειροπιαστά αποτελέσματα, ειδικά στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων και της ανάπτυξης, όπως και όσο μπόρεσε, δεδομένων και των συνθηκών της εποχής.

Ο Κώστας Σημίτης άλλαξε και ο ίδιος για να μπορέσει να βάλει τη χώρα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Ο ευρωκεντρισμός του, όπως εκφράστηκε και από την καθ’ όλα επιτυχή ελληνική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2003, ενίσχυσε την εικόνα της πατρίδας μας στα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών. Κριτική δικαιούνται να ασκούν όλοι σε μια Δημοκρατία. Όμως και η κριτική επιδέχεται κριτικής. Η εμμονή λοιπόν σε ρητορικές που εκπέμπουν αριστερόστροφη «εναλλακτικότητα» και στην ουσία υπονομεύουν τις κεντρικές επιλογές του αστικού πολιτικού μας συστήματος αναδεικνύει εμμονή σε θέσεις και τακτικές που καταδικάστηκαν στην κάλπη πολλές φορές από το 2019 και μετά. Οσο περνά ο καιρός λοιπόν, οι οπτικές πολλών προσαρμόζονται στην πραγματικότητα. Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να αλλάξει και φυσικά πληρώνει στην κάλπη το κόστος των εμμονών και της τοξικότητάς του.