«Η ύπαρξη ενός νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού λειτουργεί ως βάση πάνω στην οποία οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να χτίσουν καλύτερες συμφωνίες με τους εργοδότες», επισημαίνει στο «Μανιφέστο» ο υφυπουργός Εργασίας, Κώστας Καραγκούνης, λίγες μέρες μετά την υπερψήφιση του σχετικού Νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής. Για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο ο κ. Καραγκούνης αφήνει τη συζήτηση ανοιχτή, τονίζοντας ωστόσο ότι η κυβέρνηση δεν δίνει «κούφιες υποσχέσεις».

Γιατί να υπολογίζονται οι μισθοί μόνο με τον αλγόριθμο και να μη συμπεριλαμβάνονται και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις;

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την ενσωμάτωση της Οδηγίας ως μία ευκαιρία για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου. Στο πλαίσιο κατάρτισης του Σχεδίου Δράσης και μετά την ψήφιση του νόμου, θα επιδιώξουμε έναν οργανωμένο τριμερή διάλογο που θα καταλήξει σε συμφωνίες για τις δέουσες θεσμικές παρεμβάσεις στο κανονιστικό πλαίσιο.

Είναι όμως απολύτως –και εκ των προτέρων– σίγουρο ότι η στάση των κοινωνικών εταίρων είναι αυτή που θα καθορίσει την αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που είναι κι ο στόχος της κυβέρνησης. H πραγματικότητα είναι ότι ο καθορισμός επαρκούς κατώτατου μισθού με νόμο, ό,τι κάνουν δηλαδή 22 από τις 27 χώρες της ΕΕ, δεν εμποδίζει σε τίποτα τους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνήσουν μισθούς υψηλότερους από τον κατώτατο μισθό! Η ύπαρξη ενός νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού λειτουργεί ως βάση πάνω στην οποία οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να χτίσουν καλύτερες συμφωνίες με τους εργοδότες. Αυτό που εμείς προτείνουμε είναι ένα κατώφλι προστασίας για τους εργαζομένους που θα φθάσει στα 950 ευρώ το 2027 και υιοθέτηση του αλγορίθμου που ήδη εφαρμόζουν 22 ευρωπαϊκά κράτη, ήτοι την εφαρμογή ενός αντικειμενικού και σταθερού μηχανισμού που θα διασφαλίζει την οικονομική σταθερότητα και θα αποτρέπει τις ανατροπές που θα μπορούσαν να πλήξουν την αγορά εργασίας. Αυτό δηλαδή που δυστυχώς βίωσαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της κρίσης με την καταβαράθρωση των μισθών. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να ξαναγίνει μετά την υιοθέτηση αυτού του νομοθετήματος.

Δεν είναι άδικο να υπάρχουν εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων; Δεν πρέπει οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα να πάρουν 13ο και 14ο μισθό, όπως αντιστοίχως και οι συνταξιούχοι;

Το τελευταίο που θα πρέπει να περιμένετε από αυτήν την κυβέρνηση είναι κούφιες υποσχέσεις και ευχάριστα λόγια χωρίς αντίκρισμα. Η κυβέρνηση πράττει και φέρνει συγκεκριμένα αποτελέσματα πάντα προς όφελος των πολλών. Δεν πρόκειται ποτέ να ανακοινώσουμε κάτι προτού να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Στόχος μας είναι προοδευτικά να ακυρώσουμε και να απαλλάξουμε τους πολίτες από τους άδικους νόμους που επιβλήθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Πάρτε, για παράδειγμα, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για όλα τα φυσικά πρόσωπα (ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι καθώς και εργαζόμενοι που αμείβονται με «μπλοκάκι»). Και βέβαια τα μέτρα ελάφρυνσης και διευκόλυνσης των πολιτών που πήραμε το τελευταίο διάστημα: μείωση κατά μία (1) επιπλέον μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών, απαλλαγή φόρου εισοδήματος για τρία έτη για ακίνητα που θα ενοικιαστούν τα οποία δηλώνονταν προηγουμένως ως κενά ή είχαν διατεθεί για βραχυχρόνια μίσθωση, απαλλαγή από τον φόρο ασφαλίστρων (15%) των συμβολαίων υγείας για παιδιά έως 18 ετών, διπλάσια μείωση ΕΝΦΙΑ από το 2025 (από 10% σε 20%) για κατοικίες φυσικών προσώπων, φορολογητέας αξίας έως 500.000 ευρώ, που είναι ασφαλισμένες για φυσικές καταστροφές (πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα), κατάργηση τέλους σταθερής τηλεφωνίας, φοροαπαλλαγή οικειοθελών παροχών επιχειρήσεων για νέους γονείς, φορολόγηση αμοιβής για εφημερίες ιατρών με συντελεστή 22%, όπου το μηναίο καθαρό όφελος μεσοσταθμικά για τους ιατρούς υπολογίζεται σε 150 ευρώ και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει τα 200 και τόσα άλλα. Ετσι θα συνεχίσουμε και θα φέρουμε κι άλλα μέτρα ελάφρυνσης.

Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι δεν είναι ευχαριστημένος από τη στάση των τραπεζών και προανήγγειλε ρυθμίσεις. Τι να περιμένουμε;

Ο πρωθυπουργός έχει ήδη τοποθετηθεί για το ζήτημα. Η κυβέρνηση στις επόμενες μέρες θα εξειδικεύσει τις πρωτοβουλίες που θα πάρει για τις τράπεζες. Το τραπεζικό σύστημα έπρεπε να στηριχθεί μετά τα όσα έχει περάσει τα τελευταία χρόνια με τους ολέθριους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι αφορά τις ίδιες τις καταθέσεις του ελληνικού λαού. Είναι σαφές όμως ότι οι χρεώσεις που επιβάλλονται από τις τράπεζες σήμερα επιβαρύνουν τους Ελληνες, είναι υπερβολικές, ενώ και τα επιτόκια καταθέσεων δεν είναι τα αναμενόμενα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα δούμε και την αξιολόγηση των παρεμβάσεων που μπορεί να γίνουν από το αρμόδιο υπουργείο. Χρειάζεται λοιπόν τεράστια προσοχή διότι υπάρχουν και περιορισμοί όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, το οποίο ούτως ή άλλως φορολογείται αυτήν τη στιγμή με 29%. Οπότε οι λύσεις που προτείνει η αντιπολίτευση για επιβολή φόρου, όπως έχει πει και η κυβέρνηση, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα και αυτό γιατί με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες δεν επιτρέπεται να προχωρήσουμε σε μία μονομερή ενέργεια φορολόγησης και η φορολογητέα ύλη να μετατραπεί σε μία μόνιμη δαπάνη. Ισα ίσα που θα διογκώσει το πρόβλημα και φέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

Φοβάστε μήπως οι πολιτικές εξελίξεις σε Γερμανία και Γαλλία φέρουν αναταραχή συνολικά στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για οικονομίες όπως η δική μας;

Σίγουρα δεν είναι ευχάριστο αυτό που συμβαίνει γιατί μιλάμε για τις δύο πιο σημαντικές οικονομίες της Ευρώπης. Από την άλλη η Ελλάδα δεν έχει να φοβάται τίποτε. Κι αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία αυτής της κυβέρνησης. Σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκές οικονομίες βιώνουν ισχυρές αναταράξεις η Ελλάδα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους χωρίς να επιβάλει ούτε έναν νέο φόρο. Η έκθεση του οίκου Scope υπογραμμίζει τη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 57 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 212,6% το 2020 σε 155,3% φέτος, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ το 2029 εκτιμά ότι θα περιοριστεί περαιτέρω στο 132%, χαμηλότερα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2010. Αυτό γίνεται διότι μεγαλώνουμε την πίτα της οικονομίας, μεγεθύνουμε την οικονομία, ανεβάζουμε τους τζίρους των επιχειρήσεων και μειώνουμε την ανεργία.