Η μικρομεσαία επιχείρηση καλείται να σηκώσει το βάρος της επανεκκίνησης της οικονομίας. Το κράτος και οι τράπεζες να σταθούν αρωγοί. Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων είναι ευρύτερο και δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά μπορούμε να στηριχθούμε στις εγχώριες δυνάμεις και να ανακάμψουμε από την εξωγενή κρίση, τονίζει ο πρόεδρος
της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας κ. Ιωάννης Μασούτης.

 

Γράφει ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ Σ. ΜΑΡΓΑΡΊΤΗΣ

 

Είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο αποκλιμάκωσης των τιμών ως προς το φυσικό αέριο και τα υπόλοιπα ενεργειακά προϊόντα, τα οποία ρίχνουν το κόστος παραγωγής. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία, ύστερα από 11 συνεχόμενες αναβαθμίσεις, είναι πλέον έτοιμη για το τελικό βήμα και την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

Η στήριξη, ωστόσο, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας -η οποία αποτελεί το 92% του παραγόμενου εθνικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας, το 40% των εξαγωγών  και το 70% της απασχόλησης-πρέπει να συνεχιστεί, δηλώνει ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ.

 Η ΚΕΕΕ ζητεί από την πολιτεία ταχύτερη πρόσβαση των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων στην αξιοποίηση των πόρων του ταμείου
Ανάκαμψης.

 Το νέο ΕΣΠΑ να σχεδιαστεί για υφιστάμενες επιχειρήσεις με στόχευση
το μετασχηματισμό τους στη νέα εποχή, χωρίς γραφειοκρατία, καθώς
και να δοθούν κίνητρα για επιχειρηματικές συνεργασίες και
συγχωνεύσεις,

 Να εξακολουθήσει η επιδότηση για τη μείωση του ενεργειακού
πληθωρισμού,

 Να εκπονηθούν διαχρονικά προγράμματα με στόχο τη μείωση της ανεργίας και την ταυτόχρονη αξιοποίηση – μετεκπαίδευση  των εργαζομένων σε επαγγέλματα αιχμής σε όλες τις ΜμΕ της χώρας, ανεξάρτητα από τη μορφή και τον κλάδο στον οποίο απευθύνονται,

 Να συνεχιστεί η προσπάθεια για χαμηλότερους φόρους, οι οποίοι δίνουν ώθηση στη λειτουργικότητα και το βέλτιστο σχεδιασμό των επιχειρήσεων, σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως έχει
διαμορφωθεί εν μέσω κρίσης,

 Η ψηφιακή επανάσταση, η οποία συντελείται στη χώρα μας, να συνεχιστεί με επιδοτήσεις προς όλες τις ΜμΕ, ώστε να
πραγματοποιηθεί η μετάβασή τους στο ψηφιακό μέλλον.

 Χρειάζεται μία σειρά ταχυτέρων παρεμβάσεων, ώστε τα έργα υποδομών και η ανασυγκρότηση της παραγωγικής οικονομίας -τόσο του πρωτογενούς τομέα όσο και της μεταποίησης – να ολοκληρωθεί και να αποδώσει άμεσα αποτελέσματα, προς όφελος των ΜμΕ όλης της χώρας.

 Παράλληλα με τα βασικά αυτά μέτρα, πρέπει να συνεχιστεί η ελάφρυνση των επιχειρηματιών των ΜμΕ με τη συνέχιση των προγραμμάτων διακανονισμών για οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορία, ώστε τα μέτρα των 120 και 72 δόσεων να τους βοηθήσουν να ανασάνουν από οφειλές, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και συνεχίζονται λόγω της ενεργειακής κρίσης.

Πρόσφατα παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες ο δείκτης Επιχειρηματικού κλίματος των ΜμΕ, που μειώνεται περαιτέρω στις 71,3 μονάδες και δείχνει ότι η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθυστερεί.
Ωστόσο, ο δείκτης παραμένει πάνω από το βασικό επίπεδο των 70 μονάδων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναμένεται ύφεση τους επόμενους μήνες.

Επιπλέον, τα αποτελέσματα του περασμένου εξαμήνου είναι πολύ πάνω από τις προσδοκίες, δείχνοντας ότι οι προηγούμενες ανησυχίες για οικονομική ύφεση δεν υλοποιήθηκαν. Ο βασικός πληθωρισμός, ωστόσο, εξακολουθεί να αυξάνεται λόγω των τιμών των τροφίμων, αλλά και των επιπτώσεων των αυξήσεων των μισθών, που επηρεάζουν ιδιαίτερα τον τομέα των υπηρεσιών έντασης εργασίας.

Οι ΜμΕ στις 27 χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού και εμπορικούς περιορισμούς, λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, η χαλάρωση των
αλυσίδων εφοδιασμού και οι χαμηλότερες τιμές της ενέργειας μείωσαν τους καθοδικούς κινδύνους και τον μετρούμενο πληθωρισμό.

Όλο το 2023, εκτιμάται πως τα υψηλότερα επιτόκια και το κόστος χρηματοδότησης θα περιορίσουν τις επενδύσεις, ιδίως αυτές που σχετίζονται με ιδιωτικές κατοικίες, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη
ζήτηση στον κατασκευαστικό τομέα. Για ολόκληρο τον κλάδο των ΜμΕ, οι προσδοκίες για το τρέχον εξάμηνο δείχνουν σταθεροποίηση σε χαμηλό επίπεδο, με συνεχείς αυξήσεις τιμών. Κατά συνέπεια, απαιτείται να βελτιωθεί
το ρυθμιστικό περιβάλλον, ώστε η Ευρώπη να γίνει πιο ελκυστική για επενδύσεις.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να σταθεροποιήσει περαιτέρω τις αγορές εμπορευμάτων, να μειώσει τον πληθωρισμό και να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.  Απαιτείται επίπονη προσπάθεια για να επιτευχθούν οι στόχοι και να μπορέσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στον
ανταγωνισμό.