Με την κυβέρνηση να διαμορφώνει εκ νέου την ατζέντα και τα fake news σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών να έχουν αποκαλυφθεί, έρχεται στην επιφάνεια η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αντιπαρατεθεί με πολιτικούς όρους. Οι αντιδράσεις επί των μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός επιβεβαιώνουν την απουσία εναλλακτικών προτάσεων και λύσεων.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, χαρακτήρισε «εξαπάτηση» τα περί υπερφορολόγησης των πολιτών για την οποία καταγγέλλουν την κυβέρνηση τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Δεν είναι μόνον αυτό. Είναι και τα όσα λέγονται σχετικά με τα ποσά που διατίθενται για τη στήριξη των πολιτών από αυτή την υπεραπόδοση του πλεονάσματος. Τι λένε τα στελέχη της αντιπολίτευσης; Ότι το πλεόνασμα είναι 11,4 δισ. ευρώ και από αυτό η κυβέρνηση δίνει μόνο το 1,1 δισ. ευρώ. Δηλαδή αφήνουν να εννοηθεί ότι δίνει «ψίχουλα» και για κάποιο λόγο δεν μοιράζει περισσότερα.

Αλλά από το πλεόνασμα πρέπει να εξυπηρετηθούν και οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Κι αυτό δεν αναφέρεται στην κριτική που ασκείται, αφού κάποιοι ξεχνούν τις υποχρεώσεις που υπάρχουν και έναντι δανειστών και έναντι των αποφάσεων της ΕΕ.

Έχει και συνέχεια. Εφόσον τακτοποιηθούν οι υποχρεώσεις μένουν 3,1 δισ. ευρώ και το δημοσιονομικό πλεόνασμα ήταν 1,1 δισ. ευρώ, δηλαδή το ποσό που η κυβέρνηση έσπευσε να διαθέσει προς ευάλωτες ομάδες όπως οι συνταξιούχοι και οι ενοικιαστές. Ένα ποσό της τάξης των 500 και πλέον εκατ. ευρώ διατίθεται για δημόσιες δαπάνες, που δημιουργούν θέσεις εργασίας.

Τι θα συνέβαινε αν η κυβέρνηση δεν αποπλήρωνε δανειακές υποχρεώσεις; Είναι απλό: ένα νέο 2015 με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η καταστροφολογία και ο καταγγελτικός λόγος είναι εύκολα, ειδικά από τη θέση της αντιπολίτευσης.

Το δύσκολο είναι να καταφέρνεις –και μάλιστα εν μέσω διαδοχικών παγκοσμίων κρίσεων– να στηρίζεις την κοινωνία, να μειώνεις φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, να αυξάνεις μισθούς και συντάξεις καθώς και τις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας αλλά και να καταφέρνεις να αντιμετωπίζεις τη διαφθορά φέρνοντας για πρώτη φορά έσοδα στο κράτος.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».