Να «σφίξουν» οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί μια επιχείρηση προκειμένου να εντάξει μέρος ή το σύνολο των εργαζομένων της σε καθεστώς αναστολής -μεταβιβάζοντας με αυτόν τον τρόπο το μισθολογικό και το μη μισθολογικό βάρος στον κρατικό προϋπολογισμό-θα επιδιώξουν τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας μόλις το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες.

Ηδη η επιλογή των Κωδικών Αριθμών Δραστηριότητας βάσει των οποίων επιλέγεται ποιες επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν χρήση των αναστολών και ποιες όχι γίνεται με κλαδικά οικονομικά στοιχεία από το υπουργείο Οικονομικών έτσι ώστε να ενισχύονται τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας που παρουσιάζουν σημαντική μείωση στα έσοδά τους. Από τον Φεβρουάριο εγκαινιάστηκε και η λύση της εκ των προτέρων δήλωσης των αναστολών συμβάσεων έτσι ώστε να αποκλειστούν οι επιτήδειοι που δήλωναν εκ των υστέρων τους εργαζόμενους σε αναστολή αφού προηγουμένως τους είχαν βάλει να δουλέψουν κανονικά στις επιχειρήσεις. Το επόμενο βήμα θα είναι η επιλογή των επιχειρήσεων που θα αξιοποιούν την αναστολή να γίνεται με εξατομικευμένα πλέον οικονομικά κριτήρια ώστε να δίνεται βοήθεια μόνο σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και όχι σε κλάδους ολόκληρους, όπως ισχύει σήμερα. Το μέτρο θα ενταχθεί στην προσπάθεια καλύτερης αξιοποίησης των διαθέσιμων κονδυλίων για τη στήριξη της αγοράς.

Θα εξεταστεί δε κατά προτεραιότητα, καθώς οι αναστολές συμβάσεων εργασίας αποτελούν ένα από τα πιο δαπανηρά μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται. Ένας μήνας αναστολών, απορροφά κρατικούς πόρους άνω των 600 εκατ. ευρώ καθώς πέρα από τα χρήματα που εισπράττουν οι εργαζόμενοι (534 ευρώ για έναν ολόκληρο μήνα αναστολής) ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται και με το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών το οποίο μάλιστα υπολογίζεται επί του κανονικού μισθού του εργαζόμενου και όχι επί των 534 ευρώ προκειμένου να μη θίγονται τα συμφέροντα του υπαλλήλου που μπαίνει σε καθεστώς αναστολής (σ.σ.: ασφαλιστικά δικαιώματα, ύψος συντάξιμων αποδοχών κ.λπ.). Για τον Ιανουάριο, σε καθεστώς αναστολής εντάχθηκαν 623.557 εργαζόμενοι εισπράττοντας το ποσό των 306,43 εκατομμυρίων ευρώ, όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Εργασίας. Αυτό το ποσό, όμως-, αφορά μόνο το κονδύλι για τα 534 ευρώ που δόθηκε στους εργαζόμενους (ή και λιγότερα καθώς τα 534 ευρώ δίνονται μόνο σε όποιον έχει παραμείνει σε καθεστώς αναστολής για έναν ολόκληρο μήνα). Αν προστεθεί και το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών -το οποίο παρά τη μείωση των συντελεστών υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αντιστοιχεί στο 40% της μηνιαίας μισθοδοσίας όσων μπήκαν σε καθεστώς αναστολής-, τότε το κονδύλι διπλασιάζεται. Επίσης, υπάρχει και σημαντική έμμεση επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό η οποία προέρχεται από τον εξής λόγο: ένας εργαζόμενος που απασχολείται κανονικά από τον εργοδότη του αποδίδει φόρο εισοδήματος μέσα από τη διαδικασία της παρακράτησης φόρου. Ένας εργαζόμενος σε καθεστώς αναστολής δεν αποδίδει καθόλου φόρο, καθώς τα 534 ευρώ είναι ακατάσχετη και αφορολόγητη παροχή. Επίσης, η μείωση του εισοδήματος των μισθωτών οδηγεί και σε αύξηση του αριθμού των δικαιούχων των κοινωνικών επιδομάτων. Ο συγκεκριμένος αντίκτυπος θα φανεί και φέτος (σ.σ.: ήδη έχει προϋπολογιστεί πρόσθετο κονδύλι 600 εκατ. για να χρηματοδοτηθούν τα πρόσθετα επιδόματα) αλλά και του χρόνου. Όσο περισσότερο διαρκούν οι αναστολές (και ήδη χάνεται το ένα έκτο των ετήσιων αποδοχών) τόσο μειώνεται το ετήσιο εισόδημα και τόσο πιο «κοντά» έρχεται ο κάθε εργαζόμενος στα όρια χορήγησης διαφόρων επιδομάτων (σ.σ.: μεγαλύτερο επίδομα τέκνων, δικαίωμα στο επίδομα στέγασης, διασφάλισης).

Η αναστολή των συμβάσεων εργασίας έχει κριθεί μέχρι σήμερα ως απόλυτα επιτυχημένο μέτρο, καθώς έχει αποτρέψει τις καταγγελίες συμβάσεων εργασίας. Ωστόσο, όσο περνούν οι εβδομάδες και η αγορά παραμένει κλειστή (τουλάχιστον για συγκεκριμένους κλάδους) τόσο περισσότεροι εργοδότες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερο να κρατούν στον «πάγο» τις συμβάσεις παρά να επιδιώκουν να έχουν πωλήσεις λειτουργώντας κανονικά τις επιχειρήσεις εκεί φυσικά που επιτρέπεται.

Επίσης, έχουν εντοπιστεί πολλές καταστρατηγήσεις του μέτρου από εργοδότες που δηλώνουν μεν τον εργαζόμενο σε αναστολή, αλλά ταυτόχρονα τον απασχολούν δηλώνοντάς του όμως ότι θα πληρωθεί από το… κράτος.

Η λύση του να γίνει ακόμη πιο στοχευμένο το δικαίωμα ενός εργοδότη να επιδοτείται για την κάλυψη του μισθολογικού κόστος (επί της ουσίας αυτό είναι η αναστολή της σύμβασης) κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς ακόμη και στους κόλπους του ίδιου κλάδου εμφανίζονται μεγάλες διαφοροποιήσεις.

Ως εστιατόριο είναι δηλωμένη μια επιχείρηση που κάνει delivery και μπορεί να έχει μεγαλύτερο κύκλο εργασιών από πέρυσι, ως εστιατόριο είναι δηλωμένη και μια άλλη επιχείρηση που δουλεύει αποκλειστικά με εξυπηρέτηση πελατών εντός του καταστήματος με αποτέλεσμα να έχει μηδενικό τζίρο. Το ακριβές χρονικό σημείο που θα ενεργοποιηθεί η συγκεκριμένη επιλογή θα εξαρτηθεί καθαρά από την εξέλιξη της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που θα ληφθούν.

του Θάνου Τσίρου από τη Ναυτεμπορική