Σε ένα περιβάλλον διαρκών οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών, αξιακών συγκρούσεων και ατελούς γνώσης, τα προγράμματα των κομμάτων οφείλουν να είναι τεκμηριωμένα και κοστολογημένα. Συνακόλουθα, οι εξαγγελίες των ηγετών τους να αναγνωρίζουν ότι η περιορισμένη πρόγνωση των φαινομένων που αντιμετωπίζει μια κυβέρνηση θέτει εν αμφιβόλω τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.
Συνεπώς, οι «βεβαιότητες» της προηγούμενης ημέρας συνήθως καταλήγουν σε αβεβαιότητα την επόμενη: Τις συνέπειες του «πειράματος» της πρώτης φοράς Αριστεράς με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝ.ΕΛ. και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα η Ελλάδα και οι Ελληνες τις υπέστησαν και τις υφίστανται μέχρι και σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι οι «λύσεις» που προτείνει είναι το πρόβλημα: είναι αυτές που δημιουργούν το πρόβλημα.
Κι αυτό γιατί ο Αλέξης Τσίπρας δεν εστιάζει σε μια μεταβλητή ώστε να απομονώσει τις επιπτώσεις της και να εντοπίσει την πηγή των ανεπιθύμητων συνεπειών, αλλά επιμένει να τάζει τα πάντα στους πάντες σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού και πολιτικής μισαλλοδοξίας. Δεν έχει καταλάβει τίποτα: ούτε γιατί κέρδισε στις εκλογές το 2015 ούτε γιατί έχασε το 2019 ούτε γιατί συνετρίβη στις 21 Μαΐου του 2023.
Στον αντίποδα, ο κεντρώος πραγματισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη αξιοποιεί με αποτελεσματικό τρόπο την εμπειρία της περιόδου 2019-2023: Τα σταθερά βήματα που έγιναν προοιωνίζονται μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Υπό την ηγεσία του η Ν.Δ. συνιστά μια υπεύθυνη πρόταση εξουσίας απέναντι στο ριζοσπαστισμό της Αριστεράς και στην αυταρχική απειλή της άκρας Δεξιάς.