Πώς διαμορφώνεται τελικά η τιμή ενός κιλού μήλων ή ενός κιλού ντομάτας και πώς φτάνει τελικά η τιμή να εκτοξεύεται από το χωράφι στο ράφι;

Το ερώτημα αυτό απασχολεί εδώ και δεκαετίες τους καταναλωτές. Η απάντηση είναι πως αν και ο καταναλωτής βλέπει μόνο τα δύο άκρα, χωράφι - ράφι , στην πραγματικότητα υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο στο οποίο οι φόροι , τα κόστη της εφοδιαστικής αλυσίδας, το μισθολογικό και μεταφορικό κόστος αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% της τελικής τιμής των προϊόντων αυτών.

Στο πλαίσιο στοχευμένης έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σχετικά με τη διαμόρφωση τιμής στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων, εξετάστηκε, όπως γράφουν σήμερα «Τα Νέα», η εφοδιαστική αλυσίδα οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα, με έμφαση στην ανάλυση κόστους στο κανάλι των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ. Η έρευνα βασίστηκε σε συνδυασμό πολλών ερευνών και πηγών, ανάμεσά τους στοιχεία συλλογής κόστους από παραγωγούς, χονδρεμπόρους και λιανεμπόρους, εμπλεκομένους οργανισμούς, στοιχεία έρευνας καταναλωτών και στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.

Τι έδειξε η έρευνα

Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκαν τα τρία πιο δημοφιλή φρούτα και τα τρία πιο δημοφιλή λαχανικά (πατάτα, ντομάτα, κρεμμύδι και μήλο, πορτοκάλι, λεμόνι) και πώς τελικά διαμορφώνεται η τελική τιμή στα σουπερμάρκετ όπου πραγματοποιείται το 30% των πωλήσεων των συγκεκριμένων ειδών, καθώς το 50% γίνεται μέσα από τις λαϊκές αγορές, 12% από τα οπωροπωλεία και 8% απευθείας από τον παραγωγό. Σύμφωνα με τους παραγωγούς αλλά και τους εμπόρους οι παράγοντες κόστους παραγωγής για τον παραγωγό είναι το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, τα καύσιμα, οι πρώτες ύλες (σπόροι, δενδρύλλια, λιπάσματα, φυτοφάρμακα) , το εργατικό κόστος, η φύρα, καθώς και άλλα κόστη (π.χ. διασφάλιση ποιότητας) , το κόστος γης (π.χ. ενοικίαση) , τα logistics και φυσικά το καθαρό κέρδος για τον παραγωγό. Το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά, αναφέρει ο Γιάννης Β. Κράββαρης, πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου που παράγει τα γνωστά μήλα ΠΟΠ Ζαγορίν, υπογραμμίζοντας τη σημαντική αύξηση στο κόστος ενέργειας τα τελευταία χρόνια που απαιτείται για τους ψυκτικούς θαλάμους διατήρησης των προϊόντων, αλλά και το μεταφορικό κόστος. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών (ΣΕΚΛΑ) η πορεία της τιμής ενός κιλού μήλων στη χονδρεμπορική αγορά διαμορφώνεται ως εξής: 0,70 ευρώ ανά κιλό παραγωγός + 0,10 ευρώ ανά κιλό εργάτες συγκομιδής + 0,20 ευρώ ανά κιλό αποθήκευση, ψυγεία + 0,15 ευρώ ανά κιλό εργαζόμενοι για μεταφορά από ψυγείο στο τελάρο + 0,07 ευρώ ανά κιλό μεταφορικά (ανάλογα με το ύψος των καυσίμων) + 0,35 ευρώ ανά κιλό έξοδα συσκευασίας + 0,13 ευρώ ανά κιλό ΦΠΑ, φορτωτικά, διαλογή, φύρα, κέρδος εμπόρων. Το άθροισμα των παραπάνω είναι 1,70 ευρώ. «Ενα κιλό μήλα, λοιπόν, φτάνει σε αυτή την τιμή – κατ' ελάχιστο – στον καταναλωτή, γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς τα πολλαπλά κόστη δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν ακόμα και αν όλη την πορεία την αναλάβει ένας συνεταιρισμός» αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΕΚΛΑ, Νίκος Καλόγρης.

Ο ρόλος των φόρων

Επιμερίζοντας τα κόστη στους τρεις εμπλεκομένους το μεγαλύτερο ποσοστό στη διαμόρφωση της τελικής τιμής σύμφωνα και με το ΙΕΛΚΑ προέρχεται – και δικαιολογημένα - από τον παραγωγό με ποσοστό 43%, μετά από το λιανεμπόριο 24%, από το χονδρεμπόριο 21%, ενώ υπάρχει και το κράτος που μέσω του ΦΠΑ επιβαρύνει τις τιμές κατά 12%, αλλά και κόστη που σχετίζονται με τον φόρο εισοδήματος επί των κερδών, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα, ΕΝΦΙΑ, διάφορα τέλη και φυσικά οι εργοδοτικές εισφορές στη μισθοδοσία. Μάλιστα συνολικά εκτιμάται ότι πάνω από το της τελικής τιμής των φρούτων και των λαχανικών διαμορφώνεται από τους φόρους του Δημοσίου. «Το ποσοστό του παραγωγού στο 43% είναι πολύ λογικό, καθώς περιλαμβάνει πολλά κόστη, όπως ενέργεια, μισθολογικό, και με σημαντικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια» αναφέρει ο κ. Λευτέρης Κιοσές, γενικός διευθυντής του ΙΕΛΚΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο ωστόσο «σε όλα τα κόστη ένα μεγάλο ποσοστό πάει στο κράτος, όπως για παράδειγμα είναι εργοδοτικές εισφορές στο μισθολογικό κόστος ή οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στο μεταφορικό κόστος». Πάντως, όσον αφορά γενικά τις κατηγορίες κόστους, εκτός του κόστους παραγωγής, το μεγαλύτερο κόστος είναι των logistics σε ποσοστό 22%, το οποίο περιλαμβάνει καύσιμα, μεταφορές και αποθήκευση. Ανάλογα με το προϊόν, την αξία ανά μονάδα βάρους και τη διατηρησιμότητα αυτό διαφοροποιείται, αλλά είναι ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας κόστους. Ακολουθεί το εργατικό- μισθολογικό κόστος σε ποσοστό 18%, το οποίο σημειώνεται ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με αρκετά προβλήματα εύρεσης προσωπικού και στη συγκομιδή, αλλά και στο λιανεμπόριο, το κόστος ενέργειας με ποσοστό 14%, το οποίο εμφανίζεται σε διάφορά στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Τα υπόλοιπα κόστη είναι οι πρώτες ύλες με 12%, η φύρα με 9% και λοιπά κόστη 2% . Σημαντική κατηγορία είναι και το 12% για τον ΦΠΑ. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων όλων των εμπλεκομένων στην αλυσίδα από την παραγωγή έως το ράφι είναι συνολικά 12%, τα οποία ανάλογα με το προϊόν παρουσιάζουν διακυμάνσεις.

(Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ)