Υπάρχει μια στιγμή που η πραγματικότητα σε προσγειώνει: όταν συνειδητοποιείς ότι ο «χώρος κατοικίας» δεν είναι πια ένα διαμέρισμα με μπαλκόνι, αλλά ένα πατάρι που χτες χρησίμευε για να αποθηκεύει ο καταστηματάρχης χαρτοκιβώτια. Σήμερα, αυτό το πατάρι γίνεται «στούντιο» με ενοίκιο που ισοδυναμεί με τον μισό μισθό ενός νέου εργαζόμενου.
Η εικόνα είναι σκληρή, όχι μόνο γιατί δείχνει την πίεση των τιμών, αλλά γιατί αποκαλύπτει πώς η κοινωνία μας αρχίζει να συμβιβάζεται με το λίγο. Να βαφτίζει «λύση» το πρόχειρο, να χρυσώνει το χάπι της έλλειψης με ωραία αγγελία και μια φωτογραφία που κρύβει την πραγματικότητα: τέσσερις τοίχοι χωρίς ήλιο, χωρίς αέρα, αλλά με νοίκι «ευρωπαϊκών προδιαγραφών».
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η κατοικία μετατρέπεται σε πολυτέλεια. Νέοι άνθρωποι μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα τριάντα. Ζευγάρια αναβάλλουν να κάνουν οικογένεια γιατί το ενοίκιο τους τρώει τον προϋπολογισμό. Εργαζόμενοι με κανονικό ωράριο ζουν σαν προσωρινοί φιλοξενούμενοι σε χώρους που φτιάχτηκαν για άλλες χρήσεις.
Το πιο επικίνδυνο δεν είναι η αύξηση των τιμών καθαυτή. Είναι ότι συνηθίζουμε σε αυτήν. Ότι μαθαίνουμε να λέμε «έτσι είναι». Κι όταν μια κοινωνία παύει να διεκδικεί το αυτονόητο, ένα αξιοπρεπές σπίτι, τότε αρχίζει η αργή διάβρωση της συνοχής της.
Η στέγη δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη, είναι δικαίωμα, είναι το ελάχιστο πλαίσιο για να μπορέσει ένας άνθρωπος να σταθεί, να εργαστεί, να ονειρευτεί. Όταν την κατεβάζουμε στο πατάρι, δεν περιορίζουμε απλώς τον χώρο μας· περιορίζουμε το ίδιο το μέλλον μας.