Ισχυρή προειδοποίηση για τις επιπτώσεις του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου απηύθυνε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον.
Όπως τόνισε, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και ο αυξανόμενος προστατευτισμός δημιουργούν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, επιφέροντας σοβαρό κόστος στην παγκόσμια οικονομία.
Η ίδια έκανε λόγο για «επανεκκίνηση του παγκόσμιου συστήματος εμπορίου» εξαιτίας των δασμών, που οδηγεί σε «μεγάλη μεταβλητότητα στις αγορές», υπονομεύοντας την ανάπτυξη και μειώνοντας την παραγωγικότητα.
Οι τρεις συνέπειες από τους δασμούς όπως τις περιγράφει η κα Γκερογκίεβα είναι οι εξής:
- Πρώτον, η αβεβαιότητα είναι δαπανηρή. Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων αλυσίδων εφοδιασμού σημαίνει ότι η αλληλεπίδραση στο εμπόριο είναι μεγάλη. Το κόστος ενός είδους μπορεί να επηρεαστεί από τους δασμούς σε δεκάδες χώρες. Σε έναν κόσμο διμερών δασμολογικών συντελεστών, καθένας από τους οποίους μπορεί να κινείται προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ο προγραμματισμός γίνεται δύσκολος. «Το αποτέλεσμα; Πλοία στη θάλασσα που δεν ξέρουν σε ποιο λιμάνι να πλεύσουν. Αναβάλλονται επενδυτικές αποφάσεις. Υπάρχουν ασταθείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Γίνεται προληπτική εξοικονόμηση κεφαλαίων. Όσο περισσότερο επιμένει η αβεβαιότητα, τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος», προειδοποιεί.
- Δεύτερον, οι αυξανόμενοι εμπορικοί φραγμοί πλήττουν την ανάπτυξη εκ των προτέρων. Οι δασμοί, όπως όλοι οι φόροι, αυξάνουν τα έσοδα σε βάρος της μείωσης και της μετατόπισης της οικονομικής δραστηριότητας. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι υψηλότεροι δασμοί δεν πληρώνονται μόνο από τους εμπορικούς εταίρους. Οι εισαγωγείς πληρώνουν μέρος μέσω χαμηλότερων κερδών και οι καταναλωτές πληρώνουν μέρος μέσω υψηλότερων τιμών. Εάν μια εγχώρια αγορά είναι πολύ μεγάλη, αυτό δημιουργεί επίσης κίνητρα για τις ξένες επιχειρήσεις να ανταποκριθούν με εσωτερικές επενδύσεις, φέρνοντας νέα δραστηριότητα και νέες θέσεις εργασίας. Αυτό, ωστόσο, απαιτεί χρόνο, σημειώνει η κα Γκερογκίεβα αναφερόμενη κυρίως στις ΗΠΑ χωρίς να τις κατονομάζει.
- Τρίτον, ο προστατευτισμός διαβρώνει την παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα, ειδικά σε μικρότερες οικονομίες. Η προστασία ολόκληρων κλάδων από τον ανταγωνισμό μειώνει τα κίνητρά τους για αποτελεσματική κατανομή πόρων. Έτσι τα προηγούμενα κέρδη παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας από το εμπόριο διαβρώνονται, σημειώνεται. Η επιχειρηματικότητα δίνει τη θέση της σε εξαιρέσεις, προστασία και κρατική υποστήριξη. Αυτό βλάπτει την καινοτομία.
Καθώς οι γίγαντες συγκρούονται, οι μικρότερες χώρες παγιδεύονται σε διασταυρούμενα πυρά, αναφέρεται. Οι ενέργειες Κίνας, ΗΠΑ και Ευρώπης επηρεάζουν τον υπόλοιπο κόσμο. «Οι μικρότερες προηγμένες οικονομίες και οι περισσότερες αναδυόμενες αγορές βασίζονται περισσότερο στο εμπόριο για την ανάπτυξή τους και, ως εκ τούτου, είναι πιο εκτεθειμένες, μεταξύ άλλων σε αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν την πρόσθετη πρόκληση της κατάρρευσης των ροών βοήθειας, καθώς οι χώρες δωρητές επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των εγχώριων ανησυχιών», προειδοποιεί το Ταμείο.
Στην ΕΕ η δυναμική δημοσιονομική επέκταση από τη Γερμανία για τη διευκόλυνση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές θα αυξήσει την εγχώρια ζήτηση, όπως και οι πολιτικές σε επίπεδο ΕΕ για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, σχολιάζει το Ταμείο.
«Η Ευρώπη χρειάζεται τραπεζική ένωση. Η Ευρώπη χρειάζεται ένωση κεφαλαιαγορών. Και η Ευρώπη χρειάζεται λιγότερους περιορισμούς στο εσωτερικό εμπόριο υπηρεσιών. Συνολικά, η δημοσιονομική χαλάρωση και η ισχυρότερη ολοκλήρωση θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, θα αυξήσουν την ανθεκτικότητα και θα βελτιώσουν τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές ισορροπίες», προτείνει το ΔΝΤ.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η βασική πρόκληση της μακροοικονομικής πολιτικής θα είναι να τεθεί το ομοσπονδιακό δημόσιο χρέος σε πτωτική πορεία. Η επίτευξη αυτού του μονοπατιού θα απαιτήσει σημαντικές μειώσεις στο έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Η μείωση του ομοσπονδιακού χρέους θα ενίσχυε την ανθεκτικότητα και θα μείωνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στην Κίνα, το ΔΝΤ προτείνει πολιτικές για την τόνωση της χρόνιας χαμηλής ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση της διάχυτης κρατικής συμμετοχής στη βιομηχανία, μέτρα για τη βελτίωση της κοινωνικής ασφάλειας και τη μείωση της ανάγκης για προληπτικές αποταμιεύσεις και δημοσιονομική στήριξη για την αντιμετώπιση των αδυναμιών του τομέα ακινήτων.
«Τέτοιες ενέργειες, εάν είναι αρκετά αποφασιστικές, θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη και την εγχώρια ζήτηση, θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση των κατεστραμμένων εμπορικών σχέσεων και θα θέτουν το έδαφος για την επόμενη φάση της ανάπτυξης της Κίνας».