Η μείωση του πληθωρισμού στο 1,8% για τον Σεπτέμβριο είναι αναμφίβολα μια ευχάριστη είδηση. Ένα «καλό σήμα» που δείχνει ότι η καταιγίδα της ακρίβειας ίσως αρχίζει να υποχωρεί. Αλλά, ας μη γελιόμαστε: η μηνιαία αύξηση 0,6% είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη και η συνολική άνοδος των τιμών από το 2020 ξεπερνά το 24%. Αυτό δεν σβήνει ούτε με έναν καλό δείκτη ούτε με εξαγγελίες.
Το πραγματικό πρόβλημα παραμένει: τα νοικοκυριά συνεχίζουν να ζουν με ακριβό ράφι και συρρικνωμένο πορτοφόλι. Οι μισθοί δεν ακολουθούν και η καθημερινότητα μετράει σε ευρώ και λεπτά, όχι σε ποσοστά Eurostat.
Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες με συμφωνίες για μειώσεις τιμών σε ορισμένα προϊόντα είναι καλοδεχούμενες, αλλά δεν φτάνουν. Χρειάζεται σταθερότητα, ανταγωνισμός, διαφάνεια στην αγορά. Χρειάζεται πολιτική που να αντιμετωπίζει τη ρίζα του προβλήματος και όχι το σύμπτωμα.
Ας χαρούμε, λοιπόν, το καλό μήνυμα. Αλλά ας μην το μετατρέψουμε σε άλλοθι εφησυχασμού. Γιατί το στοίχημα δεν είναι να γυρίσουν τα ποσοστά στα χαρτιά, αλλά να ξαναβρεί η κοινωνία την αναπνοή της.
