Υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει η υπεράσπιση του αρχιδολοφόνου Κουφοντίνα ο οποίος κατά τη διακυβέρνηση της ΠΦΑ απολάμβανε τον καθαρό αέρα και τις τακτικές εξόδου, σε αντίθεση με τα θύματά του και τις οικογένειές τους.
Μετά τα κομματικά στελέχη που το ένα μετά το άλλο τοποθετούνται υπέρ του αρχιεκτελεστή, σειρά πήρε ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης. Ο οποίος – γνωστός για το ρόλο του στη δίκη της Χρυσής Αυγής- έχει αναλάβει την υπόθεση του Αλέξη Τσίπρα κατά των Κουρτάκη και Παπαχρήστου με αφορμή την βίλα των 500 ευρώ στο Σούνιο.
Και τι μας λέει ο κ. Καμπαγιάννης με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 16 Φεβρουαρίου; Μεταξύ άλλων πως: “Τσαλαπατώντας τους ίδιους της τους νόμους, στην περίπτωση Κουφοντίνα, η δημοκρατία δικαιώνει αναδρομικά την βίαιη δράση του”.
Στο άρθρο με τίτλο: “Για το αίτημα της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα: μια καθαρή υπόθεση”, αναφέρει πως υπάρχει μία “κραυγαλέα διακριτική αντιμετώπιση εις βάρος του συγκεκριμένου κρατούμενου”.
Ενώ η υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα, συνεχίζει, είναι μία καθαρή υπόθεση: “Η κυβέρνηση υλοποιεί μια πολιτική ατζέντα πάνω στον συγκεκριμένο κρατούμενο. Μετατρέπει το σώμα του σε μέσο προς σκοπό, έστω και αν γνωρίζει ότι – από την έξοδο από τον Μεσαίωνα και εντεύθεν – η έκτιση της ποινής είναι παντελώς άσχετη με τα εγκλήματα για τα οποία έχει κάποιος καταδικαστεί”.
Στη συνέχεια, ο δικηγόρος και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις ευρωεκλογές του 2019, αναγράφει πως: “είμαστε αντιμέτωποι με μια εμβληματική περίπτωση κατά την οποία η δημοκρατία διαπράττει απιστία προς τον εαυτό της. Γιατί η δημοκρατία πρέπει να αποδεικνύει, ακόμα και απέναντι στους αρνητές της, την ηθική της ανωτερότητα”.
Και καταλήγει: “Τσαλαπατώντας τους ίδιους της τους νόμους, στην περίπτωση Κουφοντίνα, η δημοκρατία δικαιώνει αναδρομικά την βίαιη δράση του. Και έτσι ο κρατούμενος, αντί να ηττάται όπως καμώνονται τα ανδρείκελα της κυβέρνησης, νικάει την ώρα της συντριβής του”.
Ολόκληρο το άρθρο του Θανάση Καμπαγιάννη:
“Για το αίτημα της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα: μια καθαρή υπόθεση
Η κατάσταση της υγείας του κρατούμενου απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα είναι κρίσιμη, καθώς μετά από 40 μέρες απεργίας πείνας νοσηλεύεται πλέον σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας στο νοσοκομείο της Λαμίας. Το τελευταίο που απαιτεί η κρισιμότητα της κατάστασης από όσους αποφασίζουν και από όσους παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο είναι υπεκφυγές και εξυπνάδες.
Μπροστά στην κραυγαλέα διακριτική αντιμετώπιση εις βάρος του συγκεκριμένου κρατούμενου, το Υπουργείο και κάποιοι που επιχειρούν να εμφανιστούν ως «αντικειμενικοί» ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει διακριτική αντιμετώπιση ούτε παραβίαση του νόμου που η ίδια η κυβέρνηση φωτογραφικά ψήφισε. Δεν αρκεί φαίνεται η στέρηση των αδειών επί χρόνια (αν και ο κρατούμενος είχε θεμελιώσει το σχετικό δικαίωμα), στη συνέχεια η αφαίρεση του δικαιώματος άδειας (αν και ο κρατούμενος τίμησε την εμπιστοσύνη των εισαγγελέων που του τις χορήγησαν όχι μία αλλά έξι φορές), περαιτέρω η νομοθέτηση διάταξης που στερεί το δικαίωμα έκτισης της ποινής σε αγροτική φυλακή για τους καταδικασμένους σε τρομοκρατία.
Όλα αυτά προσπερνιούνται διά της σιωπής. Ποια είναι όμως η δικαιολογία για την μη μεταγωγή στη φυλακή «από την οποία προήλθε» όπως ρητά γράφει ο ν. 4760/2020, δηλαδή στον Κορυδαλλό, όπου ο Κουφοντίνας εξέτιε αρχικά την ποινή του; Η Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής κυρία Νικολάου επιχείρησε με αποτυχημένους λογικούς ακροβατισμούς να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα (ανακοίνωση 23/1) επικαλούμενη “τι επιθυμούσε ο νομοθέτης” και όχι τι γράφει ο νόμος. Αφού ισχυρίστηκε ότι δεν κρατούνται κατάδικοι στον Κορυδαλλό (αστεία πράγματα, όταν υπάρχει ειδική αντιτρομοκρατική πτέρυγα στο υπόγειο των Γυναικείων Φυλακών όπου βεβαίως κρατούνται κατάδικοι), έφτασε τελικά – που αλλού; – στον κορονοϊό. Επειδή η σχετική επιχειρηματολογία είναι αστεία, ο κ. Αντύπας Καρίπογλου που αρθρογράφησε στα Νέα του Σαββατοκύριακου (Η στρεβλή συζήτηση για τα δικαιώματα του κ. Κουφοντίνα, 31/1), με το εκτόπισμα του φιλελεύθερου, κράτησε βέβαια ίσες αποστάσεις, αλλά αναγκαστικά μέμφθηκε και την κυβέρνηση για την «κακοτεχνία του νόμου».
Κακοτεχνία; Νόμιζα ότι το φιλελεύθερο κράτος δικαίου βασίζεται στην ύπαρξη γραπτών νόμων με διατάξεις γνωστές εκ των προτέρων, ρητές και ορισμένες, ώστε να αποφεύγεται η κρατική αυθαιρεσία του τύπου «ξέρετε, άλλο εννοούσαμε». Και έστω, ας αποδεχτούμε την – τραγελαφική – ερμηνεία ότι ο νόμος που φτιάξανε (που ήταν και φωτογραφικός, τρομάρα τους οι άριστοι…) ήταν κακότεχνος. Για να μην μεταχθεί ο Κουφοντίνας στον Κορυδαλλό, ή μάλλον για να μεταχθεί από τον Κορυδαλλό στον Δομοκό, έπρεπε να υπάρξει απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών με αιτιολογημένο σκεπτικό. Πού είναι αυτή η απόφαση και ποιό το σκεπτικό της; Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του κρατούμενου να λάβει αντίγραφο αυτής, η ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής αρνείται να την χορηγήσει για λόγους «προσωπικών δεδομένων»… Μιλάμε για διακωμώδηση της έννομης τάξης…
Ας πάψουν λοιπόν κάποιοι να εκθέτουν τον φιλελευθερισμό τους στην υπηρεσία τού να θολώσουν τα νερά μιας υπόθεσης που είναι καθαρή: η κυβέρνηση υλοποιεί μια πολιτική ατζέντα πάνω στον συγκεκριμένο κρατούμενο. Μετατρέπει το σώμα του σε μέσο προς σκοπό, έστω και αν γνωρίζει ότι – από την έξοδο από τον Μεσαίωνα και εντεύθεν – η έκτιση της ποινής είναι παντελώς άσχετη με τα εγκλήματα για τα οποία έχει κάποιος καταδικαστεί.
Είμαστε ενώπιον μιας τρανταχτής περίπτωσης κατά την οποία το κράτος επιδεικνύει τον μισάνθρωπο και εκδικητικό πυρήνα του. Για όσες και όσους πιστεύουν στη δημοκρατία, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: είμαστε αντιμέτωποι με μια εμβληματική περίπτωση κατά την οποία η δημοκρατία διαπράττει απιστία προς τον εαυτό της. Γιατί η δημοκρατία πρέπει να αποδεικνύει, ακόμα και απέναντι στους αρνητές της, την ηθική της ανωτερότητα. ‘Οπως το έγραφε ο μακαρίτης ο Ανδρουλάκης: «η δημοκρατία ακούει και απαντά, προσπαθεί να πείσει τον αρνητή της ότι η προσφυγή του στη βία ήταν αδικαίωτη, γιατί οι θεσμοί της ήταν και είναι αναλλοίωτοι και ζωντανοί».
Τσαλαπατώντας τους ίδιους της τους νόμους, στην περίπτωση Κουφοντίνα, η δημοκρατία δικαιώνει αναδρομικά την βίαιη δράση του. Και έτσι ο κρατούμενος, αντί να ηττάται όπως καμώνονται τα ανδρείκελα της κυβέρνησης, νικάει την ώρα της συντριβής του.
Ας μην νικήσει ο θάνατος σε αυτή την υπόθεση. Ας νικήσουν, έστω την τελευταία στιγμή, η ζωή και η δημοκρατία”.