Άρθρο του υφυπουργού Εξωτερικών, Κώστα Φραγκογιάννη, φιλοξενεί η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο». Με τίτλο «Λιβύη: H άγνωστη γειτόνισσα».
Σε αυτό, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός σημειώνει ότι «θεμέλιο της νέας αφετηρίας στη σχέση των δύο χωρών πρέπει να είναι η ειλικρίνεια, η διάθεση διαλόγου και, κυρίως, η πίστη στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας, του Διεθνούς Δικαίου και προϋπόθεση κάθε προόδου είναι η άμεση και πλήρης αποχώρηση ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων από το λιβυκό έδαφος».
Και επισημαίνει πως «η συμμετοχή στην ελληνική παιδεία υπήρξε ανέκαθεν το καλύτερο “όπλο” μας».
Αναλυτικά, το άρθρο: «Μας υποδέχτηκαν παντού θερμά, προσθέτοντας ανελλιπώς τη φράση «είστε στη δεύτερη πατρίδα σας». Θα έπρεπε να παραξενευτούμε; Προφανώς, το αποτύπωμα και η ανάμνηση των αρχαίων ελληνικών αποικιών στην Κυρηναϊκή επιμένει, δεκάδες αιώνες αργότερα.
Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε την ευκαιρία ανταπόδοσης της φιλοφρόνησης: “Αν η Λιβύη είναι η δεύτερη πατρίδα μας, τότε η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα για όλους εσάς”.
Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία της Βεγγάζης οι μεγάλες καταστροφές από τους δύο εμφυλίους πολέμους τη τελευταία δεκαετία είναι εμφανέστατες και δεν κρύβονται εύκολα. Αν και η ανοικοδόμηση έχει ήδη ξεκινήσει και πολλά από τα μπάζα έχουν απομακρυνθεί, δεν έχει ακόμα αποκατασταθεί η παλιά αίγλη.
Κάποιες πληγές δεν θα κλείσουν ποτέ. Τραγικό παράδειγμα ο ελληνορθόδοξος ναός της Ευαγγελίστριας που έχει υποστεί ζημιές και στέκει σήμερα ερειπωμένος στην παλιά πόλη, προσμένοντας σε ένα θαύμα.
Ταξίδεψα πριν από λίγες μέρες στη γειτονική μας χώρα εκπληρώνοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα την υπόσχεση που έδωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην επίσημη επίσκεψή του στη Λιβύη τον περασμένο Απρίλιο, για να παραστώ στα εγκαίνια του προξενείου μας στην Βεγγάζη.
Κυρίως όμως για να μεταφέρω μήνυμα στήριξης της Ελληνικής κυβέρνησης στις προσπάθειες της Λιβύης για ειρήνη και πρόοδο. Μακριά από ξένους στρατούς και συμφέροντα. Και με μοναδική πυξίδα την ασφάλεια και την ευημερία στη Μεσόγειο.
Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας μπορεί να περιόρισαν τις οικονομικές μας σχέσεις στην πραγματικότητα όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στη Λιβύη ουδέποτε διακόπηκε. Υπάρχουν προοπτικές συνεργασίας των δύο χωρών σε τομείς όπως η ενέργεια, οι κατασκευές, οι θαλάσσιες μεταφορές, η υγεία.
Όμως υπάρχουν και άλλα πεδία, όπως ο τουρισμός, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, όπου επίσης μπορούν να γίνουν πολλά. Παραδοσιακός όμως δεσμός ανάμεσα στις δύο χώρες είναι κι αυτός της άμυνας και της ασφάλειας.
Περισσότεροι από 280 Λίβυοι αξιωματικοί έχουν αποφοιτήσει τις τελευταίες δεκαετίες από τις σχολές των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ στο Κέντρο Ναυτικής Αποτροπής έχουν εκπαιδευτεί και εκπαιδεύονται στελέχη της Λιβυκής Ακτοφυλακής.
Ωστόσο θεμέλιο της νέας αφετηρίας στη σχέση των δύο χωρών πρέπει να είναι η ειλικρίνεια, η διάθεση διαλόγου και, κυρίως, η πίστη στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας, του Διεθνούς Δικαίου και προϋπόθεση κάθε προόδου είναι η άμεση και πλήρης αποχώρηση ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων από το λιβυκό έδαφος.
Είναι κάτι το οποίο έχουν ζητήσει, εξάλλου, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Και ασφαλώς, για εμάς, πολύ σημαντικό είναι η ακύρωση παράνομων εγγράφων που παρουσιάστηκαν ως δήθεν διακρατικές συμφωνίες αλλά δεν έχουν καμία νομική ισχύ, όπως ρητά έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η Ελλάδα θωρακίζει αυτή την νέα αφετηρία ανάμεσα στις δύο χώρες μέσα από τις Ελληνικές Κοινότητες της Βεγγάζης και γενικά της Λιβύης που έμειναν στην χώρα, μέσα στα χρόνια της κρίσης και είναι έτοιμες να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της.
Προς ώρας, το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα τους είναι τα κτήρια της ελληνικής κοινότητας που σήμερα στεγάζουν τα νεοϊδρυθέν προξενείο και το μεγαλειώδες Ευρωπαϊκό Σχολείο, που δεν σταμάτησε τη λειτουργία του καθόλη τη διάρκεια των αναταραχών.
Μάλιστα, η εκτίμηση που η ελληνική κοινότητα απολαμβάνει από την τοπική κοινωνία, μαρτυρά την ποιότητα του έργου της, η οποία κουβαλά μέσα της την ευποιία του παροικιακού ελληνισμού μέσω της «ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών» της.
Οι λιγοστοί Έλληνες μαθητές συμβιώνουν αρμονικά με τους Λίβυους και τους μαθητές άλλων εθνοτήτων. Άλλωστε, η συμμετοχή στην ελληνική παιδεία υπήρξε ανέκαθεν το καλύτερο “όπλο” μας».