Τέσσερις ώρες διήρκεσε η χθεσινοβραδινή συνάντηση του Ιταλού πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε και του υπουργού Οικονομικών Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι με τους επικεφαλής των κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβερνητική συμμαχία αλλά δεν στάθηκαν ικανές να γεφυρώσουν τις σημαντικές διαφορές, κυρίως μεταξύ των δύο μεγαλύτερων εταίρων–του αντισυστημικού Κινήματος 5 Αστέρων (M5S) και του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD).
Στόχος της συνάντησης ήταν να βρεθεί κοινός τόπος συνεννόησης για την κατάρτιση του προϋπολογισμού.
Μπροστά στην πρόταση για αύξηση του ΦΠΑ, προκειμένου ο σκοπούμενος προϋπολογισμός, που φιλοδοξεί να κινηθεί γύρω στα 30 δισ. ευρώ, ο ηγέτης του M5S Λουΐτζι Ντι Μάγιο αντέταξε ένα ηχηρό «όχι», ενώ από την πλευρά του ο εκπρόσωπος του PD υπουργός Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι τόνισε πως «οι δηλώσεις του Ντι Μάγιο δεν δεσμεύουν την πλειοψηφία».
Ο «γόρδιος δεσμός» για την ιταλική κυβέρνηση είναι ακριβώς στον τρόπο που θα βρεθούν τα χρήματα για να εξασφαλιστεί ότι αφ’ ενός δεν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ κι αφ’ ετέρου δεν θα παραβιασθεί ο στόχος για έλλειμμα στο 2,2% του ΑΕΠ. Παρά την άκαρπη χθεσινοβραδινή συνάντηση, τα επιτελεία των κομμάτων δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τις επαφές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε στο αποψινό υπουργικό συμβούλιο να έχει επιτευχθεί μία κοινή βάση επαφής.
Μία από τις κύριες προτάσεις που φαίνεται να κερδίζει έδαφος είναι να αυξηθεί κατά τι ο στόχος του ελλείμματος (από το 2,2 στο 2,3, ή 2,4%), έτσι ώστε να απελευθερωθούν πόροι που θα απέτρεπαν την αύξηση του ΦΠΑ. Και επιπλέον, διατηρώντας την προοπτική ότι στην πορεία θα βρεθούν άλλες δυνατότητες για δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που θα ισοσκελίσουν την αρχική πρόβλεψη για αύξηση του ελλείματος, ή ακόμη και θα προκαλέσουν την περαιτέρω μείωσή τους.
Για τον λόγο αυτό, η Ιταλία προσβλέπει σε μία αλλαγή επί το ευνοϊκότερον της εικόνας που έχει σχηματίσει η ΕΕ για την κυβέρνηση, έπειτα από την «εκπαραθύρωση» του ακροδεξιού ηγέτη της Λέγκας, του Ματέο Σαλβίνι. «Πρέπει ακόμη να πληρώσουμε τον λογαριασμό της ‘Παπέετε’» (του παραθαλάσσιου θερέτρου που έγινε σύμβολο της αναξιόπιστης πολιτικής του Σαλβίνι), τονίζει ο υπουργός Οικονομικών Γκουαλτιέρι. Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της τοποθέτησης του δημοσιονομικού στόχου στο 2,4%, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα χειρισμών.
Η ιταλική κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει αφ’ ενός την ανατροπή του οικονομικού σχεδίου που είχε δρομολογήσει η Λέγκα κι αφ’ ετέρου, διατηρώντας κάποια από τα θετικά στοιχεία της προηγούμενης πολιτικής, να περιγράψει ένα νέο πλαίσιο που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των Βρυξελλών και των αγορών.
Όπως τόνισε ο Γκουαλτιέρι «δεν είναι σοβαρή μία κυβέρνηση που θέλει να τα αλλάξει όλα αμέσως» και κατά τα φαινόμενα θα διατηρηθούν κάποια από τα μέτρα (κατώτατο κοινωνικό εισόδημα, συνταξιοδοτικό, μίνι-ενιαίος φορολογικός συντελεστής) της προηγούμενης κυβέρνησης. Παράλληλα, διακηρύσσεται πως δεν θα υπάρξουν περικοπές σε παιδεία και υγεία (η εισφορά των 10 ευρώ για τις κλινικές εξετάσεις στα δημόσια νοσοκομεία θα καταργηθεί μεν, αλλά όχι αμέσως).
Ο ίδιος ο Γκουαλτιέρι βασίζει πολλά στην ανάπτυξη της «πράσινης οικονομίας» για την επανεκκίνηση της βιομηχανικής κι οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και σχεδιάζει κατά τα πρότυπα της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ να συστήσει ένα «μεγάλο ταμείο επενδύσεων όπως η Γερμανία με γνώμονα την οικολογική μετάβαση της οικονομίας μας». Βέβαια, αυτό σε πιο περιορισμένο χρονικό διάστημα και κεφαλαιακή έκταση από τα 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, που έχει θέσει ως στόχο η Μέρκελ.
Όπως τονίζει ο Γκουαλτιέρι, «η νέα κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει κάτι σχετικά με τον ΦΠΑ, καθώς δεν είναι αυτός ο στόχος της, αλλά ο προϋπολογισμός». Γι’ αυτό, ο υπουργός κάλεσε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη «να παραμείνουν ήρεμα».