Η επικείμενη αναβάθμιση της Ελλάδας από «αναδυόμενη» σε «ανεπτυγμένη» αγορά από τον διεθνή οίκο FTSE σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή για το ελληνικό χρηματιστήριο, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο για την προσέλκυση θεσμικών επενδύσεων και την αναδιάρθρωση των διεθνών χαρτοφυλακίων που δραστηριοποιούνται στη χώρα.

Σύμφωνα με στοιχεία των FTSE, Bloomberg, J.P. Morgan και Delta One Strategy, η μετάβαση αυτή αναμένεται να προκαλέσει έντονη κινητικότητα στις ροές κεφαλαίων, με σημαντικές βραχυπρόθεσμες ανακατατάξεις στις θέσεις των επενδυτών.

Οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι θα υπάρξουν εκροές περίπου 2,84 δισ. δολαρίων από τα funds των αναδυόμενων αγορών, ενώ σχεδόν αντίστοιχες εισροές, ύψους 2,73 δισ. δολαρίων, θα προέλθουν από τα χαρτοφυλάκια των ανεπτυγμένων αγορών.

Έτσι, η καθαρή διαφορά περιορίζεται σε οριακές απώλειες λίγο πάνω από 100 εκατ. δολάρια, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία κυρίως τεχνική αναδιάρθρωση, με περιορισμένο συνολικό αντίκτυπο, αλλά έντονες διαφοροποιήσεις ανά μετοχή.

Την «αιχμή του δόρατος» της ελληνικής αγοράς αποτελούν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των νέων τοποθετήσεων. Οι εισροές από τα Developed trackers αναμένεται να εξισορροπήσουν πλήρως τις εκροές από τα Emerging ETFs, διατηρώντας ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον.

Αν και η στάθμισή τους στους ανεπτυγμένους δείκτες είναι μικρότερη από εκείνη που είχαν στους αναδυόμενους, οι ελληνικές τράπεζες αποκτούν πλέον πρόσβαση σε ένα ευρύτερο, θεσμικά πιο ώριμο περιβάλλον με μεγαλύτερη ρευστότητα και αξιοπιστία.

Στα μη τραπεζικά blue chips, όπως οι ενεργειακοί και τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι ή οι εταιρείες λιανικής υψηλής κεφαλαιοποίησης, το ισοζύγιο των ροών αναμένεται οριακά θετικό. Οι εισροές από τα ανεπτυγμένα χαρτοφυλάκια σχεδόν αντισταθμίζουν τις απώλειες από τα emerging funds, επιβεβαιώνοντας την ανθεκτικότητα των ισχυρών ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων.

Αντίθετα, οι εταιρείες μικρότερης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης ενδέχεται να δεχθούν προσωρινές πιέσεις, καθώς η συμμετοχή τους στους νέους δείκτες θα είναι πιο περιορισμένη και η ρευστότητά τους χαμηλότερη.

Παρά το θετικό κλίμα, οι αναλυτές της J.P. Morgan εκφράζουν επιφυλάξεις για την επίδραση της αναβάθμισης στην πραγματική δυναμική της αγοράς. Όπως σημειώνουν σε πρόσφατη έκθεση, «είμαστε δυσαρεστημένοι από το γεγονός της αναβάθμισης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς από τον FTSE», υποστηρίζοντας ότι, παρότι η Ελλάδα έχει επενδυτική βαθμίδα και ανήκει στην ευρωζώνη, η μετακίνησή της στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών μπορεί να μειώσει την ορατότητα και το ενδιαφέρον από τους επενδυτές.

screenshot-2025-10-08-151854.png

Η J.P. Morgan επισημαίνει ότι η μετάβαση από μια επενδυτική βάση αναδυόμενων αγορών σε μια πανευρωπαϊκή βάση με τομεακή έμφαση ενδέχεται να περιορίσει τη βαρύτητα των ελληνικών μετοχών.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «καμία ελληνική τράπεζα δεν περιλαμβάνεται στις 50 κορυφαίες ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές εταιρείες», ενώ η ΔΕΗ και η Jumbo βρίσκονται στις χαμηλότερες θέσεις των αντίστοιχων ευρωπαϊκών δεικτών. Ενδεικτικά, για τη Metlen, που επανεισήχθη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, η μέση ημερήσια συναλλακτική αξία μειώθηκε σχεδόν στο μισό μετά την αλλαγή αγοράς.

Η αμερικανική τράπεζα υπενθυμίζει ότι, μετά την προηγούμενη αναβάθμιση της Ελλάδας το 2001, το επενδυτικό ενδιαφέρον μειώθηκε σημαντικά, εκτιμώντας ότι κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί και τώρα.

Όπως αναφέρει, «δεν έχουμε ακούσει από κανέναν επενδυτή ανεπτυγμένων αγορών που να θέλει να προσθέσει την Ελλάδα στα χαρτοφυλάκιά του», ενώ αρκετοί επενδυτές αναδυόμενων αγορών θα προτιμούσαν η χώρα να παραμείνει στην κατηγορία των αναδυόμενων.

Η J.P. Morgan θεωρεί ότι η ενδεχόμενη αναβάθμιση από τον MSCI, όταν και αν πραγματοποιηθεί, θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από αυτή του FTSE.

Παρά τις αντιρρήσεις, η ίδια η J.P. Morgan αναγνωρίζει ότι η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει πως τέτοιες μεταβάσεις ανοίγουν τον δρόμο σε νέες κατηγορίες επενδυτών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και μικρότερη κυκλικότητα.

Εφόσον αυτή η τάση επιβεβαιωθεί, το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να εισέλθει σε μια πιο ώριμη φάση ανάπτυξης, με σταθερότερη κεφαλαιακή βάση και ευρύτερη διεθνή προβολή, έχοντας τις τράπεζες ως κορμό της νέας εποχής για την ελληνική αγορά.