Ας πάμε τις μνήμες λίγο πίσω….Στις αρχές του Ιουνίου του 2015, όταν όλα έδειχναν πως τα περιθώρια στενεύανε επικίνδυνα, για τη χώρα μας, αν και κατ’ ουσίαν, το διαπραγματευτικό πλαίσιο ουδέποτε υπήρξε ευρύχωρο ή ακίνδυνο για την Ελλάδα της κρίσης. Η διαπραγμάτευση της τότε Κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τους εταίρους όφειλε να τελεσφορήσει εντός εκείνου του μαρτυρικού Ιουνίου, αλλιώς επίκειτο επιβεβαίωση των Κασσανδρών που ομιλούσαν περί εξυφαινόμενου πιστωτικού γεγονότος και Grexit, κάτι που τελικώς υπέστημεν όλοι, μπροστά στις ουρές των ΑΤΜs των κλειστών Τραπεζών.

 

Γράφει ο Χρίστος Χ. Λιάπης

 

Τη μεγαλύτερη ευθύνη αυτής της διαπραγμάτευσης είχε, τόσο επικοινιακώ, όσο και ουσιαστικώ τω τρόπω, ο τότε Υπουργός Οικονομικών κ. Βαρουφάκης. Σε ένα από τα βιβλία του, υπό τον τίτλο «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του Ευρώ», προέτασσε, μαζί με τους δύο άλλους συν-συγγραφείς, επίσης πανεπιστημιακούς οικονομολόγους, James K. Galbraith και Stuart Holland, μια δέσμη μέτρων που ουσιαστικά αποτελούσαν αντίμετρα στις, εξουθενωτικές και άνευ ουσιαστικής επίλυσης του οικονομικού και κοινωνικού αδιεξόδου, συνθήκες που είχαν δημιουργήσει οι πολιτικές λιτότητας τις οποίες εφάρμοζε από το 2010 η Ευρωπαϊκή Ένωση, με οικονομικό και θεσμικό της πρωτοστράτορα τη Γερμανία και θύματα την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες του ελλειμματικού ευρωπαϊκού Νότου.
«Η μετριοπαθής πρόταση» προέβαλλε τον Αποκεντρωμένο Εξευρωπαϊσμό ως περιφερειακό αναπτυξιακό αντίβαρο στην κεντρικώς επιβαλλόμενη λιτότητα, με τέσσερεις επιμέρους άξονες ανάλυσης και δράσης των συνιστωσών δυνάμεων εξόδου από την κρίση. Με πρώτο στόχο τη ρήξη του θεσμικού συριγγίου που συνδέει την παθογόνο διόγκωση του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους με την αποστηματική και ατερμόνως ατελέσφορη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Με συνακόλουθη δράση τη μερική μετατροπή του δημοσίου χρέους των κρατών – μελών της Ευρωζώνης στο «Κατά Μάαστριχτ νόμιμο χρέος» το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και με παράλληλη εφαρμογή ενός «Πανευρωπαϊκού Προγράμματος για την Ανάπτυξη και τη Συνοχή» το οποίο θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένο στην Περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα αυτά με ταυτόχρονη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που απετέλεσε τον δύσμορφο, σιαμαίο αδελφό της «Κρίσης του Ευρώ». Ενός νομίσματος προβληματικού, αν όχι θνησιγενούς, σχεδόν από τη γέννησή του το 2002.

Το Ευρώ, λοιπόν, περνούσε, το καλοκαίρι του 2015 την εφηβεία του, σαν ένας προβληματικός 13/χρονος τινέιτζερ. Ειδικά στην Ελλάδα, περνούσες την τραγωδία της εφηβείας του η οποία ήταν τόσο δυσκολοδιαχείριστη και με τέτοιο βάθος αιτιακών και διαιωνιστικών, της κρίσεως, παραγόντων που φτάσαμε στο σημείο να διακυβεύεται και αυτή η ίδια η ενηλικίωση του νομίσματος, καθώς στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, κανένας δεν μπορούσε να στοιχηματίσει με βεβαιότητα πως το 2020 οι Έλληνες να συνεχίζαμε να συναλλασσόμαστε σε Ευρώ. Όσο για το 2023, ας ελπίσουμε πως θα γλιτώσουμε τις «Δήμητρες» του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη.

Μ’ άλλα λόγια, δεν ξέραμε, στις αρχές εκείνου του δύσκολου καλοκαιριού του 2015, αν το Ευρώ θα κατόρθωνε να φτάσει στα 18 χρόνια από την πρωτο-κυκλοφορία του. Ούτε -βέβαια- μπορούσαμε να σταθούμε με βεβαιότητα πανάκειας πάνω από τις εναλλακτικές της «μετριοπαθούς πρότασης για την επίλυση της κρίσεως του Ευρώ», έστω και αν αυτή προλογιζόταν μετ’ επαίνων από τον πρώην Πρωθυπουργό της Γαλλίας Michel Rocard.

Τα χρονικά περιθώρια ήταν πια εξαντλημένα, μαζί με τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές των Ελλήνων και των υπόλοιπων Νοτιοευρωπαίων, ενώ ακολούθησε η εξάντληση και των θεσμικών αντοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ή αν προτιμάτε, επαπειλήθηκε, εκείνον τον δημοψηφισματικό Ιούλιο του 2015, που το «ΟΧΙ» έγινε «ΝΑΙ», η εξάντληση της αντοχής των «θεσμών», που ως όρος είχε νεοεισβάλλει, στα χρόνια της κρίσης, στο λεξιλόγιο της εθνικής μας απελπισίας. Για κάθε διαπραγμάτευση, όμως, ισχύει αυτό που αποτελεί κοινοτοπία για την πολιτική, δηλαδή πως «είναι η τέχνη του εφικτού», του «πράττειν», όχι του ακαδημαϊκού προτάσσειν και αντι-προτάσσειν. Και, φυσικά, στη διαπραγμάτευση, όπως και στην πολιτική, ισχύει πάλι αυτό που είχε πει –ένας από τους τιτάνες της Ενωμένης Ευρώπης- ο Φρανσουά Μιτεράν, πως «στην πολιτική, το πρώτο μάθημα είναι να μάθεις να μετράς».

Διαβάζοντας λοιπόν τη «Μετριοπαθή Πρόταση για την επίλυση της κρίσης του Ευρώ» των Βαρουφάκη, Galbraith, Holland, είχα παρατηρήσει, τότε, πως οι δύο πρώτοι είχαν τις ακαδημαϊκές τους αναφορές στην Lyndon B. Johnson School of Public Affairs, του Πανεπιστημίου του Texas, στο Austin των Ηνωμένων Πολιτειών. Σημειώνω δε, στο σημείο αυτό πως ο Eric F. Goldman, Εδικός Σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ Lyndon Johnson, είχε τιτλοφορήσει ένα βιβλίο του σχετικά με τον Πρόεδρο Τζόνσον ως «Η Τραγωδία του Λίντον Τζόνσον».

Τελικώς δεν αποφύγαμε τις τραγικότητες στην έκβαση των διαπραγματεύσεων αν και -ευτυχώς- αποδείχθηκε πως δεν διήγομεν, κατά το θέρος του 2015, τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας του Ευρώ. Μην ξεχνώντας, όμως, πως ως χώρα βρεθήκαμε τότε εν αναμονή μιας «δυσοίωνης ετυμηγορίας του μέλλοντος», παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Goldman, αναφερόμενο στο πως έβλεπε ο Πρόεδρος Τζόνσον τον εαυτό του, κατά τις τελευταίες ημέρες της προεδρικής του θητείας, παραλληλίζοντάς το με τη διαρκή εαυτοσκοπία του κ. Βαρουφάκη, ο οποίος έχει λαμπρύνει με την ακαδημαϊκή του παρουσία, ανάμεσα στα άλλα Πανεπιστήμια, και τη Σχολή Δημοσίων Υποθέσεων Lyndon B. Johnson του Πανεπιστημίου του Texas, στο Austin των Ηνωμένων Πολιτειών….

«Έβλεπε τον εαυτό του, όλο και αυξανόμενα, ως τη μοναχική διαστρεβλωμένη φιγούρα που σκιαγραφημένη ενάντια στην ιστορία, έπραττε αποφασιστικώς το σωστό, περιμένοντας δυσοιώνως την ετυμηγορία του μέλλοντος».

*Χρίστος Χ. Λιάπης MD,MSc,PhD, Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μιου Αθηνών

Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας