Την ηγετική θέση της ελληνόκτητης ναυτιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο και τη σημαντική συνεισφορά της στην ελληνική οικονομία, επιβεβαιώνει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών που παρουσιάστηκε την Τετάρτη σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 2023 η ελληνόκτητη ποντοπόρος ναυτιλία συνέχισε να κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως σε όρους deadweight tonnage (DWT), με μεγάλη απόσταση από την Κίνα και την Ιαπωνία. Ο ποντοπόρος στόλος της Ελλάδας ανέρχονταν σε 393,0 εκατ. dwt έναντι 302,0 εκατ. dwt της Κίνας και 237,7 εκατ. dwt της Ιαπωνίας .
Με αξία 163 δισ. δολάρια, ο ελληνόκτητος στόλος είναι στην κορυφή μαζί με αυτόν της Κίνας. Την ίδια χρονιά, οι ελληνικές πλοιοκτήτριες εταιρείες υλοποιούν το τρίτο μεγαλύτερο πρόγραμμα παραγγελιών (σε όρους GT), το οποίο ωστόσο υστερεί από τις πρώτες δύο ναυτιλιακές δυνάμεις. Πρώτη είναι η Κίνα που αυτή τη στιγμή έχει παραγγελίες 34,1 εκατ. GT, ακολουθεί η Ιαπωνία με 28,9 εκατ. GT και στην τρίτη θέση είναι η Ελλάδα με 20 εκατ. GT.
Ωστόσο, η ελληνική σημαία γίνεται ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστική, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα μεταξύ των ποιοτικότερων νηολογίων που αντιπροσωπεύουν τον παγκόσμιο στόλο. Την τελευταία δεκαετία, η ελληνική σημαία έχει απολέσει περίπου το 25% της δύναμής της, με το μεγαλύτερο τμήμα τής παραπάνω επίδοσης να προέρχεται από τα μεγαλύτερα σε χωρητικότητα πλοία (άνω των 30 χιλ. ΚΟΧ), τα οποία εγγράφονται σε άλλα νηολόγια. Τον Ιούνιο του 2023, η δύναμη της ελληνικής σημαίας διαμορφώθηκε στα 606 πλοία (άνω των 3 χιλ. ΚΟΧ), 400 εκ των οποίων είναι μεγάλα ποντοπόρα πλοία άνω των 30 χιλ. ΚΟΧ. Θεωρώντας πως όλα τα παραπάνω πλοία ανήκουν σε πλοιοκτησίες ελληνικών συμφερόντων, εκτιμάται πως μόλις το 11% των ελληνόκτητων ποντοπόρων πλοίων φέρουν ελληνική σημαία.
Η μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, επιβεβαιώνει επίσης τη μείωση της εισόδου νέων ναυτικών στο ναυτικό επάγγελμα αλλά και τη μικρή συμμετοχή των γυναικών. Σχετικά περιορισμένη είναι και η συμμετοχή της Ελλάδας στο ναυτικό επάγγελμα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον περιορισμένο αριθμό σπουδαστών στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού (ΑΕΝ) που κάνουν πρακτική άσκηση ως δόκιμοι και στη συνέχεια προσλαμβάνονται στον εμπορικό στόλο. Η ανάγκη ενίσχυσης του ναυτιλιακού επαγγέλματος στην Ελλάδα είναι επιτακτική για τη διατήρηση της ελληνικής ναυτιλιακής παράδοσης και σε βάθος χρόνου της θέσης της χώρας ως παγκόσμιας ναυτιλιακής δύναμης.
Σημαντική η συνεισφορά της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία
Σε όρους συμμετοχής στα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και παρά τη διατάραξη της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, η ναυτιλία εξακολουθεί να έχει με διαφορά το μεγαλύτερο μερίδιο στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας (3,1% ή 4,8 δισ. ευρώ το 2021, έναντι μόλις 0,2% κατά μέσο όρο στην ΕΕ) σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη.
Επιπλέον, τα έσοδα από μεταφορικές υπηρεσίες σε χώρες του εξωτερικού, που καταγράφονται ως μέρος του διαχρονικά πλεονασματικού θαλάσσιου ισοζυγίου, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Ενδεικτικά, την τελευταία δεκαετία (2012-2022) η χώρα εισέπραξε 148,3 δισ. ευρώ από θαλάσσιες μεταφορές στο εξωτερικό, ποσό που αντιστοιχεί στο 42% του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τη μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε άλλους κλάδους της οικονομίας, η συνολική επίδραση της ναυτιλίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμήθηκε στα 14,1 δισ. ευρώ ετησίως (μέσος όρος περιόδου 2018-2021) που αντιστοιχεί στο 7,9% του ΑΕΠ.
Σε όρους απασχόλησης, η επίδραση εκτιμάται σε 86,3 χιλιάδες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ τα δημόσια έσοδα αυξάνονται περίπου κατά 1,9 δισ. ευρώ από τη ναυτιλία άμεσα ή έμμεσα από τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις.
Πέρα από τη συστηματική θετική της επίδραση, η σχετική συμβολή της ναυτιλίας μπορεί να είναι ακόμη πιο σημαντική όταν υπόλοιποι τομείς της ελληνικής οικονομίας προσωρινά υποχωρούν, όπως συνέβη κατά τη βαθιά κρίση χρέους. Στην απασχόληση, οι κάτοικοι της Ελλάδας που απασχολούνται στον κλάδο των υδάτινων μεταφορών ανέρχονται σε περίπου 45,9 χιλιάδες. Στους ναυτικούς που απασχολούνται σε πλοία συμβεβλημένα με το ΝΑΤ, το 30% είναι αξιωματικοί ενώ το 70% αφορούσε κατώτερα πληρώματα.
O γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, αναφερόμενος στην έρευνα επισήμανε τη συσχέτιση της ελληνικής οικονομίας με την ελληνική ναυτιλία. Είπε ότι δεν είναι η πρώτη μελέτη που εκπονήθηκε από το ΙΟΒΕ καθώς ανάλογη είχε πραγματοποιηθεί πριν από δέκα χρόνια και σημείωσε ότι ότι όλο αυτό το διάστημα η παγκόσμιο ναυτιλία άλλαξε και σίγουρα και η ελληνική οικονομία.