Από το 2026, οι φορολογούμενοι που δεν θα έχουν συγκεντρώσει επαρκείς ηλεκτρονικές αποδείξεις για το 30% του ετήσιου ατομικού τους εισοδήματος θα επιβαρυνθούν με πρόσθετο φόρο 22% επί του ποσού που υπολείπεται. Το μέτρο αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιούνται το 2025 και αποσκοπεί στην ενίσχυση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών και στη διαφάνεια των συναλλαγών.

Κάθε χρόνο, χιλιάδες πολίτες όλων των εισοδηματικών κατηγοριών χάνουν την έκπτωση φόρου που συνδέεται με τις αποδείξεις για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χρεωστικά εκκαθαριστικά σημειώματα λόγω της μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσοστού ηλεκτρονικών δαπανών. Μόνο για το φορολογικό έτος 2023, το επιπλέον ποσό φόρου που πλήρωσαν όσοι δεν «έχτισαν» το αφορολόγητο μέσω ηλεκτρονικών αποδείξεων ανήλθε σε περίπου 56 εκατομμύρια ευρώ.

Μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, αυτοαπασχολούμενοι και όσοι εισπράττουν εισοδήματα από ενοίκια υποχρεούνται μέχρι το τέλος του 2025 να πραγματοποιήσουν αγορές αγαθών και υπηρεσιών ίσες με το 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματός τους, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όπως πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες ή e-banking. Για τις συναλλαγές αυτές πρέπει να εκδίδονται οι αντίστοιχες αποδείξεις λιανικής. Η ΑΑΔΕ προσυμπληρώνει τα ποσά των ηλεκτρονικών αγορών στις δηλώσεις, ωστόσο οι φορολογούμενοι μπορούν να προβούν σε διορθώσεις, εφόσον διαθέτουν τα απαιτούμενα παραστατικά. Το ανώτατο όριο ηλεκτρονικών δαπανών που λαμβάνεται υπόψη φθάνει τις 20.000 ευρώ.

Για παράδειγμα, ένας φορολογούμενος με εισόδημα 20.000 ευρώ πρέπει να έχει πραγματοποιήσει ηλεκτρονικές δαπάνες ύψους 6.000 ευρώ. Αν συγκεντρώσει αποδείξεις 5.000 ευρώ, θα κληθεί να πληρώσει επιπλέον φόρο 22% επί της διαφοράς των 1.000 ευρώ, δηλαδή 220 ευρώ.

Ειδική ρύθμιση ισχύει για όσους δαπανούν πάνω από το 60% του εισοδήματός τους για φόρους, ΕΝΦΙΑ, δόσεις δανείων και ενοίκια. Σε αυτή την περίπτωση, το απαιτούμενο ποσοστό ηλεκτρονικών αποδείξεων μειώνεται από 30% σε 20%. Για τους πολίτες με κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς, το όριο περιορίζεται στα 5.000 ευρώ.

Οι δαπάνες δηλώνονται ξεχωριστά από κάθε σύζυγο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης. Αν ο ένας καλύψει το απαιτούμενο ποσό, το πλεόνασμα μπορεί να μεταφερθεί στον άλλον για τη συμπλήρωση του υποχρεωτικού ορίου.

Στις επιλέξιμες δαπάνες περιλαμβάνονται αγορές τροφίμων, ποτών, ειδών ένδυσης και υπόδησης, ειδών καθαριότητας και υγιεινής, καθώς και ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων και άλλων ειδών οικιακής χρήσης. Υπολογίζονται επίσης πληρωμές για λογαριασμούς ΔΕΚΟ, κοινόχρηστα, δίδακτρα, ιατρικές επισκέψεις, νοσήλια και ασφάλιστρα. Αντίθετα, εξαιρούνται οι πληρωμές ενοικίων, δανείων, φόρων, τελών, καθώς και οι αγορές ακινήτων, οχημάτων, σκαφών ή επενδυτικών προϊόντων.

Από την υποχρέωση συλλογής ηλεκτρονικών αποδείξεων εξαιρούνται οι πολίτες άνω των 70 ετών, όσοι κατοικούν μόνιμα σε χωριά με έως 500 κατοίκους ή σε μη τουριστικά νησιά με πληθυσμό έως 3.100 κατοίκους, καθώς και οι στρατευμένοι, οι οποίοι δεν χρειάζεται να ανησυχούν για την εφαρμογή του μέτρου.